ἑτεροδοξία: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1048.png Seite 1048]] ἡ, verschiedene, bes. irrige Meinung, Plat. Theaet. 193 d u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1048.png Seite 1048]] ἡ, verschiedene, bes. irrige Meinung, Plat. Theaet. 193 d u. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑτεροδοξία:''' ἡ [[превратное мнение]], [[ложное суждение]] Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ἑτεροδοξία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για χριστιανούς) το να ανήκει [[κανείς]] σε [[άλλη]] Εκκλησία, να πρεσβεύει [[άλλο]] [[δόγμα]] από αυτό που επικρατεί στη [[χώρα]] όπου διαμένει<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> εσφαλμένη [[άποψη]], πεπλανημένη [[γνώμη]]<br /><b>2.</b> [[διαφορά]] γνώμης [[μεταξύ]] δύο ή περισσοτέρων<br />(μσν. το να [[είναι]] [[κάποιος]] [[αιρετικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αρχ. και μσν. τ. [[ετεροδοξία]] <span style="color: red;"><</span> [[ετερόδοξος]], ενώ ο νεοελλ. τ. αποτελεί αντιδάνειο<br />[[πρβλ]]. αγγλ. [[heterodoxy]] ([[πρβλ]]. <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξία</i>)].
|mltxt=η (ΑΜ [[ἑτεροδοξία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για χριστιανούς) το να ανήκει [[κανείς]] σε [[άλλη]] Εκκλησία, να πρεσβεύει [[άλλο]] [[δόγμα]] από αυτό που επικρατεί στη [[χώρα]] όπου διαμένει<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> εσφαλμένη [[άποψη]], πεπλανημένη [[γνώμη]]<br /><b>2.</b> [[διαφορά]] γνώμης [[μεταξύ]] δύο ή περισσοτέρων<br />(μσν. το να [[είναι]] [[κάποιος]] [[αιρετικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αρχ. και μσν. τ. [[ετεροδοξία]] <span style="color: red;"><</span> [[ετερόδοξος]], ενώ ο νεοελλ. τ. αποτελεί αντιδάνειο<br />[[πρβλ]]. αγγλ. [[heterodoxy]] ([[πρβλ]]. <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξία</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑτεροδοξία:''' ἡ [[превратное мнение]], [[ложное суждение]] Plat.
}}
}}
==Wikipedia EN==
==Wikipedia EN==

Revision as of 20:18, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροδοξία Medium diacritics: ἑτεροδοξία Low diacritics: ετεροδοξία Capitals: ΕΤΕΡΟΔΟΞΙΑ
Transliteration A: heterodoxía Transliteration B: heterodoxia Transliteration C: eterodoksia Beta Code: e(terodoci/a

English (LSJ)

ἡ, 1 a taking one thing for another, error of opinion, Pl.Tht.193d. 2 difference of opinion, Ph.Fr.72 H. (pl.).3 heterodoxy, Athanas. Syn. 6.

German (Pape)

[Seite 1048] ἡ, verschiedene, bes. irrige Meinung, Plat. Theaet. 193 d u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροδοξία:превратное мнение, ложное суждение Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροδοξία: ἡ, τὸ ὑπολαμβάνειν ἓν πρᾶγμα ἀντὶ ἑτέρου, πλάνη γνώμης (πρβλ. ἀλλοδοξία), Πλάτ. Θεαίτ. 193D. ― Παρὰ τοῖς Ἐκκλ. τὸ νὰ εἶναί τις ἑτερόδοξος, αἱρετικός, Ἰγνάτ. 669Α, Εὐσέβ. 2.708Β, Ἀθαν. 1. 469C, 549B, Ἐπιφάν. Ι. 173Α, 180C.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἑτεροδοξία)
νεοελλ.
(για χριστιανούς) το να ανήκει κανείς σε άλλη Εκκλησία, να πρεσβεύει άλλο δόγμα από αυτό που επικρατεί στη χώρα όπου διαμένει
αρχ.-μσν.
1. εσφαλμένη άποψη, πεπλανημένη γνώμη
2. διαφορά γνώμης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων
(μσν. το να είναι κάποιος αιρετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. και μσν. τ. ετεροδοξία < ετερόδοξος, ενώ ο νεοελλ. τ. αποτελεί αντιδάνειο
πρβλ. αγγλ. heterodoxy (πρβλ. ετερο- + -δοξία)].

Wikipedia EN

In religion, heterodoxy (ἑτεροδοξία, from Ancient Greek: héteros, "other, another, different" + dóxa, "popular belief") means "any opinions or doctrines at variance with an official or orthodox position". Under this definition, heterodoxy is similar to unorthodoxy, while the adjective 'heterodox' could be applied to a dissident.

Heterodoxy is also an ecclesiastical term of art, defined in various ways by different religions and churches. For example, in the apostolic churches (the Eastern Orthodox Church, the Roman Catholic Church, the Church of the East, the Anglican Communion, and the Oriental Orthodox Churches), heterodoxy may describe beliefs that differ from strictly orthodox views, but that fall short either of formal or of material heresy.

Translations

bg: хетеродоксалност; cs: heterodoxie; da: heterodoksi; de: Heterodoxie, Andersgläubigkeit, Irrlehre; en: heterodoxy; eo: heterodokseco; es: heterodoxia; eu: heterodoxia; fa: هترودوکس; fr: hétérodoxie; ia: heterodoxia; id: heterodoks; it: eterodossia; ja: 異教; nl: heterodoxie; no: heterodoksi; pl: heterodoksja; pt: heterodoxia; ru: иноверие и инославие; sr: хетеродоксија; sv: heterodoxi; tr: heterodoks; uk: інослав'я; vi: phi chính thống