ἔντοσθε: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv. et prép.</i><br />de l'intérieur ; <i>simpl.</i> à l'intérieur ; avec un gén. à l'intérieur de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντός]], -θε.
|btext=<i>adv. et prép.</i><br />de l'intérieur ; <i>simpl.</i> à l'intérieur ; avec un gén. à l'intérieur de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντός]], -θε.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔντοσθε:''' (ν) Hom., Hes., Diod., Luc. = [[ἐντός]] I, 1 и II, 1.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔντοσθε:''' [[πριν]] από [[φωνήεν]] -θεν, επίρρ., από μέσα, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης [[ἐντός]], [[εντός]], μέσα σε, απόλ. ή με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἔντοσθε:''' [[πριν]] από [[φωνήεν]] -θεν, επίρρ., από μέσα, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης [[ἐντός]], [[εντός]], μέσα σε, απόλ. ή με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔντοσθε:''' (ν) Hom., Hes., Diod., Luc. = [[ἐντός]] I, 1 и II, 1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />from [[within]], Od.: —also = [[ἐντός]], [[within]], absol. or c. gen., Il.
|mdlsjtxt=<br />from [[within]], Od.: —also = [[ἐντός]], [[within]], absol. or c. gen., Il.
}}
}}

Revision as of 20:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔντοσθε Medium diacritics: ἔντοσθε Low diacritics: έντοσθε Capitals: ΕΝΤΟΣΘΕ
Transliteration A: éntosthe Transliteration B: entosthe Transliteration C: entosthe Beta Code: e)/ntosqe

English (LSJ)

and ἔντοσθεν (the latter both before vowels, as Il.12.455, al., and before consonants, as ib.296, al.), Adv. from within, Od.2.424; also, = ἐντός, abs., Il.22.237: c. gen., ἔντοσθε χαράδρης 4.454, etc.; after its case, δόμων ἔ. Od.1.380: never in Att. or Trag., unless read metri gr. for ἔνδοθεν in A.Pers.991 (lyr.): rare in Prose, Hp. Medic.11, D.S.1.35, Luc.VH1.24.—The form ἔντοθεν, mentioned in Sch.D.T.p.278 H., An.Ox.1.178, is sometimes found in codd., as Luc.Vit. Auct.26, and is conjectured in Od.9.239, 338.

German (Pape)

[Seite 857] u. vor Vocalen ἔντοσθεν, dasselbe; ἄλλοι δ' ἔντοσθε μένουσι Il. 22, 237; κοίλης ἔντοσθε χαράδρης 4, 454; a. D.; auch in sp. Prosa, wie D. Sic. 1, 35; τῶν δ' ἔντοσθεν οὐδὲν ἐδώδιμον Luc. V. H. 1, 24. – Bei B. A. 945, 27 ist auch ἔντοθεν aufgeführt.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
de l'intérieur ; simpl. à l'intérieur ; avec un gén. à l'intérieur de.
Étymologie: ἐντός, -θε.

Russian (Dvoretsky)

ἔντοσθε: (ν) Hom., Hes., Diod., Luc. = ἐντός I, 1 и II, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντοσθε: καὶ πρὸ φωνήεντος (ἢ ὅπως ἡ τελευταία συλλαβὴ καταστῇ μακρά, ὡς ἐν Ὀδ. Χ. 172) ἔντοσθεν, Ἐπίρρ. = ἐντός, ἀπολύτως, ἄλλοι δ’ ἔντοσθε μένουσι Ἰλ. Χ. 237· ἢ μετὰ γεν. ἔντοσθε χαράδρης Ἰλ. Δ. 454· ἔντοσθε μεσόδμης Ὀδ. Β. 424· ὡσαύτως μετὰ τὴν συντακτικὴν πτῶσιν: δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε Ὀδ. Α. 380, Β. 145· οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττ., ἐκτὸς ἂν γένηται δεκτὸν ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 992 (χάριν τοῦ μέτρου) ἀντὶ τοῦ ἔνδοθεν, βοᾷ βοᾷ μοι μελέων ἔντοσθεν ἦτορ· - ἀλλ’ ἐνίοτε παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς παρὰ Διοδ. 1. 35, καὶ Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 24. Ὁ τύπος ἔντοθεν, μνημονευόμενος ἐν Α. Β. 945. 27 καὶ ἐν Κραμήρου Ἀν. Ὀξ. 1. 178 εὕρηται ἐνίοτε ἐν ἀντιγράφ., ὡς π.χ. ἐν Λουκ. Βίων Πρ. 26, κλ.

Greek Monotonic

ἔντοσθε: πριν από φωνήεν -θεν, επίρρ., από μέσα, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης ἐντός, εντός, μέσα σε, απόλ. ή με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell


from within, Od.: —also = ἐντός, within, absol. or c. gen., Il.