ἰάσιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />guérissable.<br />'''Étymologie:''' [[ἰάομαι]].
|btext=ος, ον :<br />guérissable.<br />'''Étymologie:''' [[ἰάομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰάσιμος:''' (ῑᾱ), ион. [[ἰήσιμος]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[излечимый]], [[исцелимый]] ([[τραῦμα]] Plat.; ὁποίοις φαρμάκοις Aesch.; νοσήματα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[поправимый]] (ἁμαρτήματα, κακά Plat.; πλημμελήματα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[могущий исправиться]]: [[ἐάν]] τε ἰ. [[ἐάν]] τε [[ἀνίατος]] δοκῇ εἶναι Plat. (указывать), представляется ли, что (осужденный) может исправиться, или что он неисправим;<br /><b class="num">4)</b> [[могущий быть умилостивленным]], [[умолимый]] ([[θεός]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰάσιμος:''' [ῑᾱ], -ον ([[ἰάομαι]]), αυτός που μπορεί να γιατρευτεί, [[θεραπεύσιμος]], αντίθ. προς το [[ἀνίατος]], σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., αυτός που καταπραΰνεται εύκολα, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἰάσιμος:''' [ῑᾱ], -ον ([[ἰάομαι]]), αυτός που μπορεί να γιατρευτεί, [[θεραπεύσιμος]], αντίθ. προς το [[ἀνίατος]], σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., αυτός που καταπραΰνεται εύκολα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰάσιμος:''' (ῑᾱ), ион. [[ἰήσιμος]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[излечимый]], [[исцелимый]] ([[τραῦμα]] Plat.; ὁποίοις φαρμάκοις Aesch.; νοσήματα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[поправимый]] (ἁμαρτήματα, κακά Plat.; πλημμελήματα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[могущий исправиться]]: [[ἐάν]] τε ἰ. [[ἐάν]] τε [[ἀνίατος]] δοκῇ εἶναι Plat. (указывать), представляется ли, что (осужденный) может исправиться, или что он неисправим;<br /><b class="num">4)</b> [[могущий быть умилостивленным]], [[умолимый]] ([[θεός]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἰάσιμος]], ον [[ἰάομαι]]<br />to be cured, [[curable]], opp. to [[ἀνίατος]], Aesch., Plat., etc.: metaph. appeasable, Eur.
|mdlsjtxt=[[ἰάσιμος]], ον [[ἰάομαι]]<br />to be cured, [[curable]], opp. to [[ἀνίατος]], Aesch., Plat., etc.: metaph. appeasable, Eur.
}}
}}

Revision as of 20:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰάσιμος Medium diacritics: ἰάσιμος Low diacritics: ιάσιμος Capitals: ΙΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: iásimos Transliteration B: iasimos Transliteration C: iasimos Beta Code: i)a/simos

English (LSJ)

[ῑᾱ], Ion. ἰήσιμος, ον, (ἰάομαι) A curable, of persons, φαρμάκοις A.Pr.475, cf. Hp.Morb.Sacr.11; opp. ἀνίατος, Pl.Lg.941d, etc.; διαφθείρεσθαι ἰάσιμος ὤν Antipho 4.2.4: metaph., appeasable, θεός E. Or.399. 2 of wounds, τραῦμα ἰάσιμον. Pl.Lg.878c: metaph., ἰάσιμον ἁμάρτημα Id.Grg.525b; κακά Id.Lg.731d; ἰ. τὸ πάθος Alex.124.4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
guérissable.
Étymologie: ἰάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἰάσιμος: (ῑᾱ), ион. ἰήσιμος 2
1) излечимый, исцелимый (τραῦμα Plat.; ὁποίοις φαρμάκοις Aesch.; νοσήματα Plut.);
2) поправимый (ἁμαρτήματα, κακά Plat.; πλημμελήματα Plut.);
3) могущий исправиться: ἐάν τε ἰ. ἐάν τε ἀνίατος δοκῇ εἶναι Plat. (указывать), представляется ли, что (осужденный) может исправиться, или что он неисправим;
4) могущий быть умилостивленным, умолимый (θεός Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰάσιμος: ῑᾱ, ον, (ἰάομαι) ὃν δύναταί τις νὰ θεραπεύσῃ, θεραπεύσιμος, εὐθεράπευτος, ἀντίθ. τῷ ἀνίατος, ἐπὶ προσώπων, φαρμάκοις Αἰσχύλ. Πρ. 475, Πλάτ., κλπ.· διαφθείρεσθαι ἰάσιμος ὢν Ἀντιφῶν 126. 19· μεταφ., εὐκόλως πραϋνόμενος, θεὸς Εὑρ. Ὀρ. 399. 2) ἐπὶ τραυμάτων, τραῦμα ἰάσ. Πλάτ. Νόμ. 878C· μεταφ., ἰάσιμον ἁμάρτημα ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 525Β· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 731D· ἰάσιμον τὸ πάθος Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰάσιμος, ιων. τ. ἰήσιμος, -ον)
(για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος
αρχ.
αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ θεός, ἀλλ' ὅμως ἰάσιμος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίασις + κατάλ. -ιμος (πρβλ. βρώσιμος, πόσιμος)].

Greek Monotonic

ἰάσιμος: [ῑᾱ], -ον (ἰάομαι), αυτός που μπορεί να γιατρευτεί, θεραπεύσιμος, αντίθ. προς το ἀνίατος, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., αυτός που καταπραΰνεται εύκολα, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἰάσιμος, ον ἰάομαι
to be cured, curable, opp. to ἀνίατος, Aesch., Plat., etc.: metaph. appeasable, Eur.