ὑμός: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>dor. et épq. c.</i> [[ὑμέτερος]].
|btext=ή, όν :<br /><i>dor. et épq. c.</i> [[ὑμέτερος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑμός:''' (ῡ) эп.-дор.<br /><b class="num">1)</b> Hom., Hes., Pind. = [[ὑμέτερος]];<br /><b class="num">2)</b> Pind. = [[σός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑμός:''' [ῡ], -ά και -ή, -όν, Δωρ. και Επικ. αντί [[ὑμέτερος]],<br /><b class="num">I.</b> [[δικός]] σας, σε Όμηρ., Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> σε Πίνδ. επίσης αντί του [[σός]].
|lsmtext='''ὑμός:''' [ῡ], -ά και -ή, -όν, Δωρ. και Επικ. αντί [[ὑμέτερος]],<br /><b class="num">I.</b> [[δικός]] σας, σε Όμηρ., Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> σε Πίνδ. επίσης αντί του [[σός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑμός:''' (ῡ) эп.-дор.<br /><b class="num">1)</b> Hom., Hes., Pind. = [[ὑμέτερος]];<br /><b class="num">2)</b> Pind. = [[σός]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[doric and epic for [[ὑμέτερος]]<br /><b class="num">I.</b> [[your]], Hom., Hes.<br /><b class="num">II.</b> in Pind. also for σός.
|mdlsjtxt=[doric and epic for [[ὑμέτερος]]<br /><b class="num">I.</b> [[your]], Hom., Hes.<br /><b class="num">II.</b> in Pind. also for σός.
}}
}}

Revision as of 21:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμός Medium diacritics: ὑμός Low diacritics: υμός Capitals: ΥΜΟΣ
Transliteration A: hymós Transliteration B: hymos Transliteration C: ymos Beta Code: u(mo/s

English (LSJ)

[ῡ], ά and ή, όν, Dor. and Ep. for ὑμέτερος, A your, Il.5.489, 13.815, Od.1.375, 2.140, Hes.Th.662, SIG685.127 (Crete, ii B. C.). II also for σός, Pi.P.7.15, 8.66, Orac. ap. D.S.8.29. Cf. ἁμός (A).

German (Pape)

[Seite 1179] dor. u. ep. = ὑμέτερος, euer; Hom.; Pind. P. 7, 17. 8, 66. – Vgl. ἁμός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dor. et épq. c. ὑμέτερος.

Russian (Dvoretsky)

ὑμός: (ῡ) эп.-дор.
1) Hom., Hes., Pind. = ὑμέτερος;
2) Pind. = σός.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμός: [ῡ], ά, καὶ ή, όν, Δώρ. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ ὑμέτερος, Ἰλ. Ε. 489, Ν. 815, Ὀδ. Α. 375, Β. 140, Ἡσ. Θεογ. 662. ΙΙ. Παρὰ Πινδ. ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ σός, ΙΙ. 7. 15., 8. 95. - Πρβλ. ἀμός.

English (Slater)

ῡμός = ὑμέτερος σὺν ἑορται-ς ὑμαῖς (for Apollo and Artemis) (P. 8.66) ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων (i. e. of your family and forebears) (P. 7.17)

Greek Monolingual

-ή, -όν, και αιολ. τ. ὔμμος, -α, -ον, Α
1. υμέτερος, δικός σας
2. δικός σου («ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑμ(ε)- του ὑμεῖς (πρβλ. ἡμός / ἐμός)].

Greek Monotonic

ὑμός: [ῡ], -ά και -ή, -όν, Δωρ. και Επικ. αντί ὑμέτερος,
I. δικός σας, σε Όμηρ., Ησίοδ.
II. σε Πίνδ. επίσης αντί του σός.

Middle Liddell

[doric and epic for ὑμέτερος
I. your, Hom., Hes.
II. in Pind. also for σός.