ὑπέρλαμπρος: Difference between revisions

From LSJ

ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> trop brillant;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la voix, adv.</i> • ὑπέρλαμπρον DÉM avec de trop grands éclats de voix.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[λαμπρός]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> trop brillant;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la voix, adv.</i> • ὑπέρλαμπρον DÉM avec de trop grands éclats de voix.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[λαμπρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρλαμπρος:'''<br /><b class="num">1)</b> ослепительно-яркий (ἀκτῖνες Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[покрытый необыкновенной славой]] (Πομπήϊος Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρλαμπρος:''' -ον, <b class="num">I.</b> υπερβολικά [[λαμπρός]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ήχο, [[καθαρός]], [[σαφής]] ή [[ευκρινής]], [[ισχυρός]], σε Δημ.
|lsmtext='''ὑπέρλαμπρος:''' -ον, <b class="num">I.</b> υπερβολικά [[λαμπρός]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ήχο, [[καθαρός]], [[σαφής]] ή [[ευκρινής]], [[ισχυρός]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρλαμπρος:'''<br /><b class="num">1)</b> ослепительно-яркий (ἀκτῖνες Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[покрытый необыкновенной славой]] (Πομπήϊος Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-λαμπρος, ον,<br /><b class="num">I.</b> [[exceeding]] [[bright]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> of [[sound]], [[very]] [[clear]] or [[loud]], Dem.
|mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-λαμπρος, ον,<br /><b class="num">I.</b> [[exceeding]] [[bright]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> of [[sound]], [[very]] [[clear]] or [[loud]], Dem.
}}
}}

Revision as of 21:51, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρλαμπρος Medium diacritics: ὑπέρλαμπρος Low diacritics: υπέρλαμπρος Capitals: ΥΠΕΡΛΑΜΠΡΟΣ
Transliteration A: hypérlampros Transliteration B: hyperlampros Transliteration C: yperlampros Beta Code: u(pe/rlampros

English (LSJ)

ον, A exceedingly bright, ἀκτῖνες Ar.Nu.571 (lyr.). 2 very splendid, ἀγορά Aristid.Or.18(20).6. II of sound, very clear or loud: neut. as adverb, ὀλολύζειν οὐχ ὑπέρλαμπρον D.18.260. III very distinguished, Plu.Pomp.14; in titles, ἡ ὑ. ὑμῶν εὐσέβεια, τὸ ὑ. ὑμῶν ὕψος, PLips.34.21 (iv A. D.), PMasp.8.9 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 1198] übermäßig hell, glänzend, ἀκτῖνες Ar. Nubb. 562; – laut, ὑπέρλαμπρον ὀλολύζειν Dem. 18, 259; – berühmt, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 trop brillant;
2 en parl. de la voix, adv. • ὑπέρλαμπρον DÉM avec de trop grands éclats de voix.
Étymologie: ὑπέρ, λαμπρός.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρλαμπρος:
1) ослепительно-яркий (ἀκτῖνες Arph.);
2) покрытый необыкновенной славой (Πομπήϊος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρλαμπρος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν λαμπρός, ἀκτῖνες Ἀριστοφ. Νεφ. 571. ΙΙ. ἐπὶ ἤχου, λίαν λαμπρός, καθαρός, σαφής, εὐκρινὴς ἢ ἰσχυρός· ἐπίρρ. ὁλολύζειν οὐχ ὑπέρλαμπρον Δημ. 313. 22.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπέρλαμπρος, -ον, ΝΜΑ
πάρα πολύ λαμπρός, λαμπρότατος («ὑπερλάμπροις ἀκτῑσιν», Αριστοφ.)
αρχ.
1. πολύ μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρεπέστατος
2. (κυρίως ως τιμητικός τίτλος) πολύ διακεκριμένος («ὑπέρλαμπρος καὶ ἐξοχώτατος», επιγρ.)
3. (για ήχο) πολύ καθαρός, ευκρινής
4. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρλαμπρον
με μεγάλη ηχητική καθαρότητα.

Greek Monotonic

ὑπέρλαμπρος: -ον, I. υπερβολικά λαμπρός, σε Αριστοφ.
II. λέγεται για ήχο, καθαρός, σαφής ή ευκρινής, ισχυρός, σε Δημ.

Middle Liddell

ὑπέρ-λαμπρος, ον,
I. exceeding bright, Ar.
II. of sound, very clear or loud, Dem.