ὑπερθύριον: Difference between revisions
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />pierre <i>ou</i> poutre transversale au-dessus d’une porte, linteau.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρθυρος]]. | |btext=ου (τό) :<br />pierre <i>ou</i> poutre transversale au-dessus d’une porte, linteau.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρθυρος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερθύριον:''' τό Hom., Hes. = [[ὑπέρθυρον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερθύριον:''' [ῠ], τό ([[θύρα]]), [[πρέκι]] (οριζόντιο [[ξύλο]] ή [[πέτρα]] στην [[κορυφή]] παραθύρου ή πόρτας), πόρτας ή πύλης, Λατ. [[superliminare]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. | |lsmtext='''ὑπερθύριον:''' [ῠ], τό ([[θύρα]]), [[πρέκι]] (οριζόντιο [[ξύλο]] ή [[πέτρα]] στην [[κορυφή]] παραθύρου ή πόρτας), πόρτας ή πύλης, Λατ. [[superliminare]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:15, 3 October 2022
English (LSJ)
[θῠ], τό, (θύρα)
A lintel, lintel of a door or lintel of a gate, Od.7.90; ὑπερθυρίοις ἀραρυῖαι ἑπτὰ πύλαι Hes.Sc.271:—in Prose, ὑπέρθῠρον, τό, Hdt.1.179, IG12.372.201, 42(1).103 B97 (Epid., iv B. C.), 11(2).145.19 (Delos, iv/iii B. C.), Inscr.Délos 442 B70 (ii B. C.), J.BJ5.5.3, Plu.2.684a, etc.; also in Parm.1.12, Herod.2.65 (pl.).
II Lat. hyperthyrum, frieze over the lintel, Vitr.4.6.2.
German (Pape)
[Seite 1197] τό, der Balken, der die Thüröffnung oberwärts schließt, im Ggstz gegen οὐδός, die Oberschwelle; Od. 7, 90; Hes. Sc. 271.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
pierre ou poutre transversale au-dessus d’une porte, linteau.
Étymologie: ὑπέρθυρος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερθύριον: τό Hom., Hes. = ὑπέρθυρον.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερθύριον: [ῠ], τό, (θύρα) ἡ ἄνω φλιὰ θύρας ἢ πύλης, Λατ. superliminare (Plin.), ἀργύρεον δ’ ἐφ’ ὑπερθύριον, «τὸ ὑπερκείμενον ταῖς θύραις, εἰς ὃ οἱ ἄνω στρόφιγγες ἐναρμόζονται» (Σχόλ.) Ὀδ. Η. 90· ὑπερθυρίοις ἀραρυῖαι ἑπτὰ πύλαι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 271· - παρὰ πεζολόγοις ὑπέρθῠρον, τό, Ἡρόδ. 1. 179, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 93, Πλούτ. 2. 684Α, κλπ.· οὕτω καὶ παρὰ Παρμεν. 12 Kaist. ΙΙ. παρὰ τῷ Βιτρουβ. 4. 6. hyperthyrum εἶναι τὸ ὑπὲρ τὴν θύραν γεῖσον.
English (Autenrieth)
(θύρη): linted of a door, opp. οὐδός, Od. 7.90†.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το υπέρθυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + υπερθύριον (< θύρα), πρβλ. παρα-θύρι(ον)].
Greek Monotonic
ὑπερθύριον: [ῠ], τό (θύρα), πρέκι (οριζόντιο ξύλο ή πέτρα στην κορυφή παραθύρου ή πόρτας), πόρτας ή πύλης, Λατ. superliminare, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
Middle Liddell
ὑ˘περ-θύριον, ου, τό, θύρα
the lintel of a door or gate, Lat. superliminare, Od., Hes.
Translations
Breton: gourin; Bulgarian: трегер; Catalan: llinda; Chinese Mandarin: 過梁, 过梁, 橫楣子, 横楣子, 闌頭, 阑头, 門斗, 门斗, 門楣, 门楣; Czech: překlad; Dutch: latei; Estonian: sillus; Finnish: kamana; French: linteau; Galician: lumieira, lintel; German: Sturz; Greek: υπέρθυρο, ανώφλι, πρέκι; Ancient Greek: ὑπέρθυρον, ὑπερθύριον, ἀνώπιον, ἀνώφλιον; Hungarian: szemöldökfa; Icelandic: dyratré, ofdyri; Italian: piattabanda; Japanese: 鴨居; Kazakh: маңдайша; Maori: taupoki, kōrupe, kārupe; Norwegian: dekkstein, dekning, overdekning, overligger over, vindusbjelke; Polish: nadproże; Portuguese: lintel; Romanian: buiandrug, lintou; Russian: притолока; Serbo-Croatian: greda, nadvratnik; Spanish: lintel, dintel; Swedish: dörrbalk, fönsterbalk, överstycke, dörrträ; Welsh: capan, lintel, gwarddrws