ῥαντήριος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />arrosé, mouillé.<br />'''Étymologie:''' [[ῥαίνω]].
|btext=α, ον :<br />arrosé, mouillé.<br />'''Étymologie:''' [[ῥαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥαντήριος:''' [[обрызганный]] (кровью), обагренный ([[πέδον]] Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] πεδορραντήριος).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥαντήριος:''' -α, -ον ([[ῥαίνω]]), [[κατάλληλος]] για [[ράντισμα]], σε Αισχύλ.· αυτός που παρουσιάζεται, εμφανίζεται ως λεκιασμένος, πιτσιλισμένος, βρώμικος, κηλιδωμένος με [[αίμα]], μολυσμένος.
|lsmtext='''ῥαντήριος:''' -α, -ον ([[ῥαίνω]]), [[κατάλληλος]] για [[ράντισμα]], σε Αισχύλ.· αυτός που παρουσιάζεται, εμφανίζεται ως λεκιασμένος, πιτσιλισμένος, βρώμικος, κηλιδωμένος με [[αίμα]], μολυσμένος.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥαντήριος:''' [[обрызганный]] (кровью), обагренный ([[πέδον]] Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] πεδορραντήριος).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥαντήριος]], η, ον [[ῥαίνω]]<br />of or for [[sprinkling]]:—in Aesch., it seems to be bedabbled, reeking.
|mdlsjtxt=[[ῥαντήριος]], η, ον [[ῥαίνω]]<br />of or for [[sprinkling]]:—in Aesch., it seems to be bedabbled, reeking.
}}
}}

Revision as of 22:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαντήριος Medium diacritics: ῥαντήριος Low diacritics: ραντήριος Capitals: ΡΑΝΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: rhantḗrios Transliteration B: rhantērios Transliteration C: rantirios Beta Code: r(anth/rios

English (LSJ)

α, ον, A of or for sprinkling, πέδον ῥ. besprinkled, reeking, with blood, A.Ag.1092; Pors. read πέδου ῥαντήριον (as substantive) defilement; and, in the same sense, Dobree suggested the compd. πεδορραντήριον. II ῥαντήριον, τό,= περιρραντήριον, BCH 35.286 (Delos, ii B.C.), 54.98 (ibid., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 834] zum Benetzen, Vesprengen gehörig; πέδον ῥαντήριον, der blutbespritzte Boden, Aesch. Ag. 1063.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
arrosé, mouillé.
Étymologie: ῥαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ῥαντήριος: обрызганный (кровью), обагренный (πέδον Aesch. - v.l. πεδορραντήριος).

Greek (Liddell-Scott)

ῥαντήριος: -α, -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς ῥαντισμόν, πέδον ῥαντήριον, ἐρραντισμένον, κεκηλιδωμένον δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092· ὁ Πόρσων ἀνέγνω πέδου ῥαντήριον (ὡς οὐσιαστ.), μολυσμός· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ὁ Dobree προτείνει τὸ σύνθετον: πεδορραντήριον.

Greek Monolingual

-ον, Α ῥαντήρ·1. αυτός στον οποίο γίνεται ραντισμόςπέδον ῥαντήριον», Αισχύλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥαντήριον
το περιρραντήριο.

Greek Monotonic

ῥαντήριος: -α, -ον (ῥαίνω), κατάλληλος για ράντισμα, σε Αισχύλ.· αυτός που παρουσιάζεται, εμφανίζεται ως λεκιασμένος, πιτσιλισμένος, βρώμικος, κηλιδωμένος με αίμα, μολυσμένος.

Middle Liddell

ῥαντήριος, η, ον ῥαίνω
of or for sprinkling:—in Aesch., it seems to be bedabbled, reeking.