βάταλος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
mNo edit summary
(CSV import)
Line 39: Line 39:
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''βάταλος''': {bátalos}<br />'''Meaning''': [[καταπύγων]] καὶ [[ἀνδρόγυνος]], [[κίναιδος]], [[ἔκλυτος]] H., nach Harpokration von Eup. (82) = [[πρωκτός]] gebraucht.<br />'''Derivative''': Davon [[βαταλίζομαι]] [[wie ein [[βάταλος]] leben]] (Theano), -ίζω (τὰ ὀπίσθια, von einem Pferde) [[hin und her drehen]] (''Hippiatr''.). Eine Kurzform (vgl. Chantraine Formation 31f.) ist βατᾶς· ὁ [[καταφερής]]. [[Ταραντῖνοι]] H.; daneben βαδᾶς· [[κίναιδος]] ὡς Ἀμερίας H. — Nach Aeschin. 1, 126; 2, 99 wurde Demosthenes in seiner Jugend Βάτ(τ)αλος genannt, "δι’ αἰσχρουργίαν τινὰ καὶ κιναιδίαν"; diesen Spitznamen legt D. (18, 180) auch sich selbst zu. Damit wurde wahrscheinlich auf seinen Sprachfehler angespielt, λ für ρ zu sprechen und somit für βατταρίζειν [[poltern]], [[brudeln]] (eine andere Redeschwäche des D.) βατταλίζειν zu sagen; s. Holst Symb. Oslo. 4, 11ff.<br />'''Etymology''': Als volkstümliche Benennung entzieht sich [[βάταλος]] einer genauen Analyse (vgl. Chantraine Formation 247). Beziehung zu [[βατέω]] [[besteigen]], [[bespringen]] scheint immerhin möglich, obgleich natürlich sehr unsicher (βαδᾶς dann nach [[βάδην]], [[βαδίζω]]?). Kaum besser mit Specht KZ 66, 11f., Lexis 3, 70 (nach Johansson KZ 36, 343) als orientalisches LW zu aind. ''batá''- etwa [[Schwächling]] (ἅπ. λεγ. RV 10, 10, 13).<br />'''Page''' 1,225-226
|ftr='''βάταλος''': {bátalos}<br />'''Meaning''': [[καταπύγων]] καὶ [[ἀνδρόγυνος]], [[κίναιδος]], [[ἔκλυτος]] H., nach Harpokration von Eup. (82) = [[πρωκτός]] gebraucht.<br />'''Derivative''': Davon [[βαταλίζομαι]] [[wie ein [[βάταλος]] leben]] (Theano), -ίζω (τὰ ὀπίσθια, von einem Pferde) [[hin und her drehen]] (''Hippiatr''.). Eine Kurzform (vgl. Chantraine Formation 31f.) ist βατᾶς· ὁ [[καταφερής]]. [[Ταραντῖνοι]] H.; daneben βαδᾶς· [[κίναιδος]] ὡς Ἀμερίας H. — Nach Aeschin. 1, 126; 2, 99 wurde Demosthenes in seiner Jugend Βάτ(τ)αλος genannt, "δι’ αἰσχρουργίαν τινὰ καὶ κιναιδίαν"; diesen Spitznamen legt D. (18, 180) auch sich selbst zu. Damit wurde wahrscheinlich auf seinen Sprachfehler angespielt, λ für ρ zu sprechen und somit für βατταρίζειν [[poltern]], [[brudeln]] (eine andere Redeschwäche des D.) βατταλίζειν zu sagen; s. Holst Symb. Oslo. 4, 11ff.<br />'''Etymology''': Als volkstümliche Benennung entzieht sich [[βάταλος]] einer genauen Analyse (vgl. Chantraine Formation 247). Beziehung zu [[βατέω]] [[besteigen]], [[bespringen]] scheint immerhin möglich, obgleich natürlich sehr unsicher (βαδᾶς dann nach [[βάδην]], [[βαδίζω]]?). Kaum besser mit Specht KZ 66, 11f., Lexis 3, 70 (nach Johansson KZ 36, 343) als orientalisches LW zu aind. ''batá''- etwa [[Schwächling]] (ἅπ. λεγ. RV 10, 10, 13).<br />'''Page''' 1,225-226
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[βάτταλος]] <i>EM</i> 191.17G.<br /><b class="num">1</b> [[trasero]] Eup.92, Plu.<i>Dem</i>.4, <i>EM</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">2</b> [[maricón]] Clem.Al.<i>Paed</i>.3.3.23, Hsch., Sud.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá formado sobre un rad. βάτ-/βάττ- de origen onomat. y expresivo c. el sent. de ‘[[golpear]]’.
}}
}}

Revision as of 14:52, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾱ́τᾰλος Medium diacritics: βάταλος Low diacritics: βάταλος Capitals: ΒΑΤΑΛΟΣ
Transliteration A: bátalos Transliteration B: batalos Transliteration C: vatalos Beta Code: ba/talos

English (LSJ)

[βᾱ], ὁ,
A = πρωκτός, Eup.82; cf. βάτας, βατέω.
II stammerer (cf. βατταρίζω), a nickname given to Demosthenes, Aeschin. 2.99, cf. D.18.180. (Codd. vary between βάταλος and βάτταλος: Βάτταλος is pr. n. in Hedyl. ap. Ath.4.167d.)

German (Pape)

[Seite 438] ὁ (βατέω), ein Weichling, cinaedus, VLL.; Clem. Al.; Spottname des Demosthenes, Aesch. 1, 126. 2, 99 Dem. 18, 180 Plut. Dem. 4, was Einige auf das Stottern in seiner Jugend beziehen wollten; ursprünglich ein Eigenname eines Flötenspielers, B. A. 221; nach Harpocr. von Eupolis = πρωκτός gebraucht.

French (Bailly abrégé)

v. βάτταλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βάταλος -ου, ὁ, ook βάτταλος [~ βατέω ?] betekenis onzeker; obscene verwijzing naar ‘achterste’, of stotteraar:. Plut. Demosth. 4.7.

Russian (Dvoretsky)

βάταλος:v.l. = βάτταλος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: καταπύγων καὶ ἀνδρόγυνος, κίναιδος, ἔκλυτος H.; = πρωκτός (Eup. 82) Harpokration.
Other forms: Also βάτταλος. βατᾶς, βαδᾶς and σπάταλος wanton, lascivious s. below.
Derivatives: βαταλίζομαι live like a β. (Theano), -ίζω (τὰ ὀπίσθια, of a horse) turn to and fro (Hippiatr.). Shortened (cf. Chantr. Form. 31f.) βατᾶς ὁ καταφερής. Ταραντῖνοι H.; βαδᾶς κίναιδος ὡς Ἀμερίας H. - Demosthenes was called Βάτ(τ)αλος in his youth (D. 18, 180; Aeschin. 1, 126; 2,99). Perhaps it referred to a speech-defect, saying λ for ρ and so for βατταρίζειν stammer say βατταλίζειν; s. Holst Symb. Oslo. 4, 11ff.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: One suggested connection with βατέω mount; but that βαδᾶς would be after βάδην, βαδίζω is quite improbable. Fur. 154 etc. connects convincingly σπάταλος, which shows Pre-Gr. origin (as does τ/δ).

Middle Liddell

βάττος
a nickname given to Demosthenes, from his stuttering, Aeschin.

Greek Monolingual

βάταλος και βάτταλος, ο (Α)
1. ο τραυλός
2. ο πρωκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. βάταλος με το βατώ (-έω) «ανέρχομαι, πηδώ» είναι αβέβαιη, ενώ η άποψη, κατά την οποία ο όρος βάταλος είναι δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ. αρχ. ινδ. bata- «αδύνατος άνθρωπος»), δεν είναι ικανοποιητική. Ο τ. βάτταλος, που μαρτυρείται στον Δημοσθένη, συνδέεται με το ρ. βατταρίζω «τραυλίζω», με σύγχυση της προφοράς των -λ- και -ρ-. Κατά τον Ησύχιο, η λ. βάταλος χρησιμοποιείται με μειωτική σημασία αντίθετα προς τον τ. βάτταλος, κατά τον Αισχίνη δε χρησιμοποιήθηκε ως παρατσούκλι για τον Δημοσθένη από την παιδική του ηλικία].

Greek Monotonic

βάτᾰλος: ὁ (βάττος), σκωπτικό επώνυμο, «παρατσούκλι» αποδιδόμενο στο Δημοσθένη, εξαιτίας του τραυλίσματός του και της αδυναμίας του να προφέρει το «ρ», σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

βάτᾰλος: ὁ, =πρωκτός, Εὔπολ. Βαπτ. 14· - ἐντεῦθεν ἐπὶ προσώπων = κίναιδος, pathicus, Κλήμ. Ἀλ. 266. ΙΙ. σκωπτικὸν ἐπώνυμον διδόμενον τῷ Δημοσθένει, ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ ῥῆμα βαταρίζω, ἐπειδὴ ἐτραύλιζεν ὅτε ἦτο νέος καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ προφέρῃ το ρ, Αἰσχίν. 41.14, πρβλ. Δημ. 288.17. Τὰ χειρόγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τῆς γραφῆς βάταλος και βάτταλος·- τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ ὡς κύριον ὄνομα Βάτταλος, Ἡδύλ. παρ’Ἀθην. 176D.

Frisk Etymology German

βάταλος: {bátalos}
Meaning: καταπύγων καὶ ἀνδρόγυνος, κίναιδος, ἔκλυτος H., nach Harpokration von Eup. (82) = πρωκτός gebraucht.
Derivative: Davon βαταλίζομαι [[wie ein βάταλος leben]] (Theano), -ίζω (τὰ ὀπίσθια, von einem Pferde) hin und her drehen (Hippiatr.). Eine Kurzform (vgl. Chantraine Formation 31f.) ist βατᾶς· ὁ καταφερής. Ταραντῖνοι H.; daneben βαδᾶς· κίναιδος ὡς Ἀμερίας H. — Nach Aeschin. 1, 126; 2, 99 wurde Demosthenes in seiner Jugend Βάτ(τ)αλος genannt, "δι’ αἰσχρουργίαν τινὰ καὶ κιναιδίαν"; diesen Spitznamen legt D. (18, 180) auch sich selbst zu. Damit wurde wahrscheinlich auf seinen Sprachfehler angespielt, λ für ρ zu sprechen und somit für βατταρίζειν poltern, brudeln (eine andere Redeschwäche des D.) βατταλίζειν zu sagen; s. Holst Symb. Oslo. 4, 11ff.
Etymology: Als volkstümliche Benennung entzieht sich βάταλος einer genauen Analyse (vgl. Chantraine Formation 247). Beziehung zu βατέω besteigen, bespringen scheint immerhin möglich, obgleich natürlich sehr unsicher (βαδᾶς dann nach βάδην, βαδίζω?). Kaum besser mit Specht KZ 66, 11f., Lexis 3, 70 (nach Johansson KZ 36, 343) als orientalisches LW zu aind. batá- etwa Schwächling (ἅπ. λεγ. RV 10, 10, 13).
Page 1,225-226

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): βάτταλος EM 191.17G.
1 trasero Eup.92, Plu.Dem.4, EM l.c.
2 maricón Clem.Al.Paed.3.3.23, Hsch., Sud.
• Etimología: Quizá formado sobre un rad. βάτ-/βάττ- de origen onomat. y expresivo c. el sent. de ‘golpear’.