ἀλήμων: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
(CSV import)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀλάομαι]]<br />a [[wanderer]], [[rover]], Od., Anth.
|mdlsjtxt=[[ἀλάομαι]]<br />a [[wanderer]], [[rover]], Od., Anth.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον <br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -ονος<br /><b class="num">1</b> [[errante]], [[vagabundo]] πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες [[ἄνδρες]] <i>Od</i>.19.74, cf. Arat.1101, Man.4.449, Αἰητίνη D.P.490, ἀστέρες <i>AP</i> 9.25 (Leon.), μελάνουροι Opp.<i>H</i>.3.455<br /><b class="num">•</b> en hipálage ἀ. [[κέλευθος]] Colluth.214<br /><b class="num">•</b> subst. [[ἅλις]] [[ἧμιν]] ἀλήμονές εἰσι καὶ ... πτωχοί <i>Od</i>.17.376.<br /><b class="num">2</b> [[desordenado]], [[irregular]] [[βότρυς]] ἐθείρης Nonn.<i>D</i>.1.528, [[ὀρχηθμός]] Triph.354.
}}
}}

Revision as of 15:00, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλήμων Medium diacritics: ἀλήμων Low diacritics: αλήμων Capitals: ΑΛΗΜΩΝ
Transliteration A: alḗmōn Transliteration B: alēmōn Transliteration C: alimon Beta Code: a)lh/mwn

English (LSJ)

[ᾰ], ονος, ὁ, ἡ, (ἀλάομαι) wanderer, rover, ἀλήμονες ἄνδρες Od.19.74; of planets, AP9.25 (Leon.): abs., Od.17.376.—Ep. word.

German (Pape)

[Seite 95] ονος, ὁ, der Landstreicher, Hom. zweimal, Od. 19, 74 πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες, 17, 376 ἦ οὐχ ἅλις ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ἄλλοι, πτωχοὶ ἀνιηροί, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρες; – Sp. D.; – Adj. Col. 210 κέλευθος ἀλ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον, gén. ονος;
errant, vagabond.
Étymologie: ἄλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλήμων -ονος, ὁ ἀλάομαι zwerver; als specificatie bij ἀνήρ:. ἀλήμονες ἄνδρες zwervers Od. 19.74.

Russian (Dvoretsky)

ἀλήμων: ονος (ᾰ) ὁ странник, скиталец, бродяга (πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλήμων: [ᾰ], -ονος, ὁ, ἡ, (ἀλάομαι) ἀλήτης, πλάνης, ἀλήμονες ἄνδρες, Ὀδ. Τ. 74· περὶ πλανητῶν ἀστέρ., Ἀνθ. Π. 9. 25, καὶ ἀπολ., Ὀδ. Ρ. 376. Λέξις Ἐπ.

English (Autenrieth)

ονος (ἀλάομαι): roving, wandering, wanderer.

Greek Monolingual

ἀλήμων (-ονος), ο, η (Α)
1. αυτός που περιπλανιέται εδώ κι εκεί, πλάνητας
2. αυτός που παρεκτράπηκε, αμαρτωλός, αλήτης
3. πειρατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶμαι «περιπλανώμαι».
ΠΑΡ. αρχ. ἀλημοσύνη.

Greek Monotonic

ἀλήμων: [ᾰ], -ονος, ὁ, ἡ, (ἀλάομαι), περιπλανώμενος, ταξιδευτής, πλάνης, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.

Middle Liddell

ἀλάομαι
a wanderer, rover, Od., Anth.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gen. -ονος
1 errante, vagabundo πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες Od.19.74, cf. Arat.1101, Man.4.449, Αἰητίνη D.P.490, ἀστέρες AP 9.25 (Leon.), μελάνουροι Opp.H.3.455
en hipálage ἀ. κέλευθος Colluth.214
subst. ἅλις ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ... πτωχοί Od.17.376.
2 desordenado, irregular βότρυς ἐθείρης Nonn.D.1.528, ὀρχηθμός Triph.354.