κανόνισμα: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1321.png Seite 1321]] τό, p. = [[κανών]], Lineal, φιλόρθιον σελίδων Phani. 3 (VI, 295). Bei den Gramm. Declination u. Conjugation.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1321.png Seite 1321]] τό, p. = [[κανών]], Lineal, φιλόρθιον σελίδων Phani. 3 (VI, 295). Bei den Gramm. Declination u. Conjugation.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰνόνισμα''': τό, _ κανὼν Ι. 3, Ἀνθ. Π. 6. 295. ΙΙ. = κανὼν ΙΙ. Εὐστ. Πονημάτ. 21. 37· γραμματικὸς [[κανών]], ὁ αὐτ. εἰς Ἰλ. 439. 26.
|elnltext=κανόνισμα -ατος, τό [κανονίζω] liniaal, meetlat.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 22:
|lsmtext='''κᾰνόνισμα:''' -ατος, τό, = [[κανών]] I. 3, σε Ανθ.
|lsmtext='''κᾰνόνισμα:''' -ατος, τό, = [[κανών]] I. 3, σε Ανθ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=κανόνισμα -ατος, τό [κανονίζω] liniaal, meetlat.
|lstext='''κᾰνόνισμα''': τό, _ κανὼν Ι. 3, Ἀνθ. Π. 6. 295. ΙΙ. = κανὼν ΙΙ. Εὐστ. Πονημάτ. 21. 37· γραμματικὸς [[κανών]], ὁ αὐτ. εἰς Ἰλ. 439. 26.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰνόνισμα, ατος, τό, = [[κανών]] I. 3, Anth.]
|mdlsjtxt=κᾰνόνισμα, ατος, τό, = [[κανών]] I. 3, Anth.]
}}
}}

Revision as of 18:00, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνόνισμα Medium diacritics: κανόνισμα Low diacritics: κανόνισμα Capitals: ΚΑΝΟΝΙΣΜΑ
Transliteration A: kanónisma Transliteration B: kanonisma Transliteration C: kanonisma Beta Code: kano/nisma

English (LSJ)

ατος, τό, A ruler, AP6.295 (Phan.). II grammatical rule, Eust.439.26.

German (Pape)

[Seite 1321] τό, p. = κανών, Lineal, φιλόρθιον σελίδων Phani. 3 (VI, 295). Bei den Gramm. Declination u. Conjugation.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κανόνισμα -ατος, τό [κανονίζω] liniaal, meetlat.

Greek Monolingual

το (AM κανόνισμα) κανονίζω
νεοελλ.
διακανονισμός, διευθέτηση
μσν.
γραμματικός κανόνας για την κλίση ή ονόματος ή ρήματος
αρχ.
χάρακας.

Greek Monotonic

κᾰνόνισμα: -ατος, τό, = κανών I. 3, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνόνισμα: τό, _ κανὼν Ι. 3, Ἀνθ. Π. 6. 295. ΙΙ. = κανὼν ΙΙ. Εὐστ. Πονημάτ. 21. 37· γραμματικὸς κανών, ὁ αὐτ. εἰς Ἰλ. 439. 26.

Middle Liddell

κᾰνόνισμα, ατος, τό, = κανών I. 3, Anth.]