ζωογράφος: Difference between revisions

From LSJ

σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 10: Line 10:
|Definition=[ᾰ], ον, poet. for <b class="b3">ζωγρ-</b>, <span class="bibl">Theoc.15.81</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[ζῳο-]]).
|Definition=[ᾰ], ον, poet. for <b class="b3">ζωγρ-</b>, <span class="bibl">Theoc.15.81</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[ζῳο-]]).
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ζωογράφος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ζωγράφος]], Θεόκρ. 15. 81.
|elnltext=ζωογράφος -ου, [ζωός, γράφω] schilder.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 19: Line 19:
|lsmtext='''ζωογράφος:''' -ον, ποιητ. αντί ζω-[[γράφος]].
|lsmtext='''ζωογράφος:''' -ον, ποιητ. αντί ζω-[[γράφος]].
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=ζωογράφος -ου, [ζωός, γράφω] schilder.
|lstext='''ζωογράφος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ζωγράφος]], Θεόκρ. 15. 81.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ζωο-[[γράφος]], ον poet. for [[ζωγράφος]].]
|mdlsjtxt=ζωο-[[γράφος]], ον poet. for [[ζωγράφος]].]
}}
}}

Revision as of 18:05, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωογράφος Medium diacritics: ζωογράφος Low diacritics: ζωογράφος Capitals: ΖΩΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: zōográphos Transliteration B: zōographos Transliteration C: zoografos Beta Code: zwogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, poet. for ζωγρ-, Theoc.15.81 (v.l. ζῳο-).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζωογράφος -ου, ὁ [ζωός, γράφω] schilder.

Greek Monolingual

-ο (Α ζωογράφος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. ο ζωογράφος
α) ο ζωγράφος ζώων, αυτός που ασχολείται με τη ζωογραφία, την απεικόνιση ζώων
β) ο ζωολόγος που ασχολείται ειδικά με την περιγραφή τών ζώων, με τη ζωογραφία (2)
αρχ.
μτγν. τ. αντί ζωγράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)-(ΙΙ) + -γράφος (< γράφω), πρβλ. κακογράφος, ορθογράφος.

Greek Monotonic

ζωογράφος: -ον, ποιητ. αντί ζω-γράφος.

Greek (Liddell-Scott)

ζωογράφος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ζωγράφος, Θεόκρ. 15. 81.

Middle Liddell

ζωο-γράφος, ον poet. for ζωγράφος.]