εφεδρεύω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἐφεδρεύω]]) [[έφεδρος]]<br />[[παραμένω]] σε [[αναμονή]] [[έτοιμος]] για [[δράση]], [[είμαι]] σε [[επιφυλακή]], [[παραμονεύω]], [[ενεδρεύω]] (α. «[[ὅταν]] εἰδῶσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν», Ισοκρ.<br />β. «ἐκεῑ ὁ ληστὴς ἐφεδρεύει κλέψαι καὶ συλῆσαι τὸ [[ἱερόν]]», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εδρεύω]], [[κάθομαι]], στηρίζομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («[[ἄγχος]] ἐφεδρεῡον κάρᾳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επωάζω]]<br /><b>3.</b> [[καταλύω]], [[σταματώ]] σε κάποιον [[τόπο]]<br /><b>4.</b> [[καταλαμβάνω]] κάποιον [[τόπο]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (για ασθένειες) [[επαπειλώ]], επικρέμαμαι<br /><b>5.</b> [[παραμένω]] ως [[εφεδρεία]] τών μαχόμενων τμημάτων του στρατού («ἀλλὰ τὰ μὲν ἐφεδρεύει τῶν μερῶν αὐτοῑς, τὰ δὲ συμμίσγει τοῖς πολεμίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> [[επιτηρώ]], [[επιστατώ]] («Ἄρατος ἐφήδρευε τῇ τοῦ σίτου [[κομιδῇ]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> (για αθλητή που ευνοήθηκε [[κατά]] την [[κλήρωση]]) [[περιμένω]] να αγωνιστώ με τους νικητές τών προκριματικών αγώνων.
|mltxt=(ΑΜ [[ἐφεδρεύω]]) [[έφεδρος]]<br />[[παραμένω]] σε [[αναμονή]] [[έτοιμος]] για [[δράση]], [[είμαι]] σε [[επιφυλακή]], [[παραμονεύω]], [[ενεδρεύω]] (α. «[[ὅταν]] εἰδῶσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν», Ισοκρ.<br />β. «ἐκεῖ ὁ ληστὴς ἐφεδρεύει κλέψαι καὶ συλῆσαι τὸ [[ἱερόν]]», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εδρεύω]], [[κάθομαι]], στηρίζομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («[[ἄγχος]] ἐφεδρεῡον κάρᾳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επωάζω]]<br /><b>3.</b> [[καταλύω]], [[σταματώ]] σε κάποιον [[τόπο]]<br /><b>4.</b> [[καταλαμβάνω]] κάποιον [[τόπο]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (για ασθένειες) [[επαπειλώ]], επικρέμαμαι<br /><b>5.</b> [[παραμένω]] ως [[εφεδρεία]] τών μαχόμενων τμημάτων του στρατού («ἀλλὰ τὰ μὲν ἐφεδρεύει τῶν μερῶν αὐτοῖς, τὰ δὲ συμμίσγει τοῖς πολεμίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> [[επιτηρώ]], [[επιστατώ]] («Ἄρατος ἐφήδρευε τῇ τοῦ σίτου [[κομιδῇ]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> (για αθλητή που ευνοήθηκε [[κατά]] την [[κλήρωση]]) [[περιμένω]] να αγωνιστώ με τους νικητές τών προκριματικών αγώνων.
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 13 October 2022

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐφεδρεύω) έφεδρος
παραμένω σε αναμονή έτοιμος για δράση, είμαι σε επιφυλακή, παραμονεύω, ενεδρεύω (α. «ὅταν εἰδῶσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν», Ισοκρ.
β. «ἐκεῖ ὁ ληστὴς ἐφεδρεύει κλέψαι καὶ συλῆσαι τὸ ἱερόν», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
1. εδρεύω, κάθομαι, στηρίζομαι πάνω σε κάτιἄγχος ἐφεδρεῡον κάρᾳ», Ευρ.)
2. επωάζω
3. καταλύω, σταματώ σε κάποιον τόπο
4. καταλαμβάνω κάποιον τόπο
4. μτφ. (για ασθένειες) επαπειλώ, επικρέμαμαι
5. παραμένω ως εφεδρεία τών μαχόμενων τμημάτων του στρατού («ἀλλὰ τὰ μὲν ἐφεδρεύει τῶν μερῶν αὐτοῖς, τὰ δὲ συμμίσγει τοῖς πολεμίοις», Πολ.)
6. επιτηρώ, επιστατώ («Ἄρατος ἐφήδρευε τῇ τοῦ σίτου κομιδῇ», Πολ.)
7. (για αθλητή που ευνοήθηκε κατά την κλήρωση) περιμένω να αγωνιστώ με τους νικητές τών προκριματικών αγώνων.