προνοώ: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(34)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=προνοῶ, -έω, ΝΜΑ [[νοῶ]]<br />[[δείχνω]] [[πρόνοια]] για [[κάτι]], [[φροντίζω]] εκ τών προτέρων (α. «είχε προνοήσει από [[νωρίς]] για τις σπουδές τών παιδιών του» β. «οἵ τε γὰρ πατέρες προνοοῡσι τῶν παίδων [[ὅπως]] [[μήποτε]] αὐτοὺς τἀγαθὰ ἐπιλείψει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] από [[πριν]], [[προβλέπω]] (α. «θεῑος νοῡς νοεῑ μὲν ὡς νοῡς, προνοεῑ δὲ ὡς [[θεός]]», Πρόκλ.<br />β. «δόλον δ' [[οὔτι]] προνόησαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χορηγώ]], [[παρέχω]] («Ἰησοῡς... αἰώνιον βασιλείαν προνοῆσαι ἐπήγγελται», Ιουστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσχεδιάζω]], [[μελετώ]] εκ τών προτέρων («καὶ ἅμα τὸ παραγγελλόμενον προνοεῑτε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[προνοητικός]], [[παίρνω]] τα αναγκαία [[μέτρα]] για να προφυλαχθώ («ὥρα προνοεῑν, πρὶν ὅροις πελάσαι στρατὸν Ἀργείων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>προνοοῡμαι</i><br />α) [[προβλέπω]] («ἀδυνατοῡμεν τὰ συμφέροντα προνοεῑσθαι [[ὑπὲρ]] τῶν μελλόντων», <b>Ξεν.</b>)<br />β) [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]] από [[πριν]] («ὃς ἄν τι καὶ τοῡ σώματος καὶ τῆς οἰκίας προνοῆται», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) [[εποπτεύω]], [[επιβλέπω]] («προνοεῑσθαι τῆς ἀναστάσεως τοῡ ἀνδριάντος», <b>επιγρ.</b>).
|mltxt=προνοῶ, -έω, ΝΜΑ [[νοῶ]]<br />[[δείχνω]] [[πρόνοια]] για [[κάτι]], [[φροντίζω]] εκ τών προτέρων (α. «είχε προνοήσει από [[νωρίς]] για τις σπουδές τών παιδιών του» β. «οἵ τε γὰρ πατέρες προνοοῦσι τῶν παίδων [[ὅπως]] [[μήποτε]] αὐτοὺς τἀγαθὰ ἐπιλείψει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] από [[πριν]], [[προβλέπω]] (α. «θεῖος νοῦς νοεῖ μὲν ὡς νοῦς, προνοεῖ δὲ ὡς [[θεός]]», Πρόκλ.<br />β. «δόλον δ' [[οὔτι]] προνόησαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χορηγώ]], [[παρέχω]] («Ἰησοῦς... αἰώνιον βασιλείαν προνοῆσαι ἐπήγγελται», Ιουστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσχεδιάζω]], [[μελετώ]] εκ τών προτέρων («καὶ ἅμα τὸ παραγγελλόμενον προνοεῖτε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[προνοητικός]], [[παίρνω]] τα αναγκαία [[μέτρα]] για να προφυλαχθώ («ὥρα προνοεῖν, πρὶν ὅροις πελάσαι στρατὸν Ἀργείων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>προνοοῦμαι</i><br />α) [[προβλέπω]] («ἀδυνατοῦμεν τὰ συμφέροντα προνοεῖσθαι [[ὑπὲρ]] τῶν μελλόντων», <b>Ξεν.</b>)<br />β) [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]] από [[πριν]] («ὃς ἄν τι καὶ τοῦ σώματος καὶ τῆς οἰκίας προνοῆται», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) [[εποπτεύω]], [[επιβλέπω]] («προνοεῖσθαι τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνδριάντος», <b>επιγρ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:55, 13 October 2022

Greek Monolingual

προνοῶ, -έω, ΝΜΑ νοῶ
δείχνω πρόνοια για κάτι, φροντίζω εκ τών προτέρων (α. «είχε προνοήσει από νωρίς για τις σπουδές τών παιδιών του» β. «οἵ τε γὰρ πατέρες προνοοῦσι τῶν παίδων ὅπως μήποτε αὐτοὺς τἀγαθὰ ἐπιλείψει», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
1. αντιλαμβάνομαι από πριν, προβλέπω (α. «θεῖος νοῦς νοεῖ μὲν ὡς νοῦς, προνοεῖ δὲ ὡς θεός», Πρόκλ.
β. «δόλον δ' οὔτι προνόησαν», Ομ. Ιλ.)
2. χορηγώ, παρέχω («Ἰησοῦς... αἰώνιον βασιλείαν προνοῆσαι ἐπήγγελται», Ιουστ.)
αρχ.
1. προσχεδιάζω, μελετώ εκ τών προτέρων («καὶ ἅμα τὸ παραγγελλόμενον προνοεῖτε», Ξεν.)
2. είμαι προνοητικός, παίρνω τα αναγκαία μέτρα για να προφυλαχθώ («ὥρα προνοεῖν, πρὶν ὅροις πελάσαι στρατὸν Ἀργείων», Ευρ.)
3. μέσ. προνοοῦμαι
α) προβλέπω («ἀδυνατοῦμεν τὰ συμφέροντα προνοεῖσθαι ὑπὲρ τῶν μελλόντων», Ξεν.)
β) φροντίζω, μεριμνώ από πριν («ὃς ἄν τι καὶ τοῦ σώματος καὶ τῆς οἰκίας προνοῆται», Θουκ.)
γ) εποπτεύω, επιβλέπω («προνοεῖσθαι τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνδριάντος», επιγρ.).