ἐπίνειον: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπί-νειον, ου, τό, [[ναῦς]]<br />the sea-[[port]] [[where]] the [[navy]] lies, the [[state]] [[harbour]], Hdt., Thuc.
|mdlsjtxt=ἐπί-νειον, ου, τό, [[ναῦς]]<br />the sea-[[port]] [[where]] the [[navy]] lies, the [[state]] [[harbour]], Hdt., Thuc.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=τό (=[[ναύσταθμος]], λιμάνι). Σύνθετο ἀπό τό [[ἐπί]] + [[ναῦς]] -[[νεώς]]. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[νέω]] (=κολυμπῶ).
}}
}}

Revision as of 14:05, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίνειον Medium diacritics: ἐπίνειον Low diacritics: επίνειον Capitals: ΕΠΙΝΕΙΟΝ
Transliteration A: epíneion Transliteration B: epineion Transliteration C: epineion Beta Code: e)pi/neion

English (LSJ)

τό, (ναῦσ A sea-port where the fleet of a country lies, Hdt. 6.116, Th.1.30, 2.84; ἐπίνεια καὶ λιμένας the harbours and roadsteads, Arist.Pol.1327a33; πολίχνη ᾗ ἐ. καὶ ἀγορᾷ ἐχρῶντο D.H.9.56, etc. II. Adj. ἐπίνειος, ον, at a port, φρουραί, φρούριον, App.Praef. 15, Pun.100.

German (Pape)

[Seite 964] τό (ναῦς), 1) Ankerplatz für Schiffe, Her. 6, 116; kleiner als λιμήν, Pol. bei Suid.; vgl. D. Sic. 11, 41; καὶ λιμένες Arist. pol. 8, 6; übh. Hafen, Plut. Phoc. 15. – 2) Seestadt mit einem Hafen, Stapelplatz, Thuc. 1, 30. 2, 84; D. Hal. 9, 56; Strab. öfter.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 mouillage ; port;
2 entrepôt maritime.
Étymologie: ἐπί, ναῦς.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίνειον: τό
1) якорная стоянка, порт, гавань Her., Arst., Polyb., Diod., Plut.;
2) портовый город Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίνειον: τό, (ναῦς, νεὼς) ὁ λιμὴν ἔνθα διαμένει τὸ ναυτικὸν χώρας τινός, ὁ ναύσταθμος Ἡρόδ. 6. 116, Θουκ. 1. 30., 2. 84· ἐπίνεια καὶ λιμένας Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 5: - καθόλου, λιμήν, ὅρμος πρὸς ἐμπορίαν χρήσιμος, Διον. Ἁλ. 9. 56, κλ. -Κατὰ Σουΐδ. «ἐπίνειον,... πόλισμα παραθαλάσσιον, ἔνθα τὰ νεώρια τῶν πόλεών εἰσιν, ὥσπερ Πειραιεὺς τῶν Ἀθηναίων καὶ Νίσαια τῆς Μεγαρίδος, δύνασαι δὲ ἐπὶ παντὸς ἐμπορίου καὶ παραθαλασσίου χρήσασθαι τῷ ὀνόματι τούτῳ, ὃ νῦν οἱ πολλοὶ κατάβολον καλοῦσι». καὶ «ἐπίνειον, παραθαλάσσιον χωρίον ἢ προσορμιστήριον, τόπος παραθαλάσσιος», καὶ «ἐπινήιον (Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.)· μικρὸς λιμὴν καὶ αἱ περὶ αὐτὸν στοαί».

Greek Monotonic

ἐπίνειον: τό (ναῦς), λιμάνι στο οποίο σταθμεύει το ναυτικό, ναύσταθμος, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

ἐπί-νειον, ου, τό, ναῦς
the sea-port where the navy lies, the state harbour, Hdt., Thuc.

Mantoulidis Etymological

τό (=ναύσταθμος, λιμάνι). Σύνθετο ἀπό τό ἐπί + ναῦς -νεώς. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα νέω (=κολυμπῶ).