μετανάστασις: Difference between revisions

From LSJ

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[migration]], [[change of abode]]
|woodrun=[[migration]], [[change of abode]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=μετοίκηση). Ἀπό τό [[μετά]] + ἀνίσταμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ἵστημι]].
}}
}}

Revision as of 14:20, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετανάστᾰσις Medium diacritics: μετανάστασις Low diacritics: μετανάστασις Capitals: ΜΕΤΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: metanástasis Transliteration B: metanastasis Transliteration C: metanastasis Beta Code: metana/stasis

English (LSJ)

εως, ἡ, migration, in plural, Hp.Aër.20, Th.1.2, 2.16, X.Mem.3.5.12, Str.3.4.19: sg., of the soul, Ph.1.91: metaph., μεταναστάσεις τῆς γνώμης Procop.Arc.22.

German (Pape)

[Seite 150] ἡ, Umzug von einem Orte zum andern, bes. erzwungene Umsiedelung, Thuc. 1, 2, οὐ ῥᾳδίως τὰς μεταναστάσεις ἐποιοῦντο, 2, 16; Xen. Mem. 3, 5, 12; Pol. 34, 1, 3 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
émigration.
Étymologie: μετανίστημι.

Russian (Dvoretsky)

μετανάστᾰσις: εως ἡ переселение, выселение Thuc., Xen., Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μετανάστᾰσις: ἡ, μετοίκησις, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, Θουκ. 1. 2., 2. 16, κτλ.

Greek Monolingual

μετανάστασις, ἡ (Α) ματανίστημι
1. μετοίκηση από έναν τόπο σε άλλο («πολλῶν μεταναστάσεων ἐν τῇ Ἑλλάδι γεγονυιῶν», Ξεν.)
2. μτφ. μεταβολή, αλλαγή («μεταναστάσεις τῆς γνώμης», Προκ.)
3. μτφ. κατάλυση, εξαφάνιση, ανατροπή, συντριβή («ἀπείκασεν... σεισμῷ τὴν μετανάστασιν καὶ κατάλυσιν [τῆς εἰδωλολατρίας]», Ιππόλ.).

Greek Monotonic

μετανάστᾰσις: ἡ, μετανάστευση, σε Θουκ.

Middle Liddell

μετ-ανάστᾰσις, ιος, ἡ,
migration, Thuc.

English (Woodhouse)

migration, change of abode

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=μετοίκηση). Ἀπό τό μετά + ἀνίσταμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἵστημι.