ἀνιδίω: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ανιδίω]] (Α) [[ιδίω]]<br />[[ιδρώνω]], [[παρουσιάζω]] [[εφίδρωση]].
|mltxt=[[ανιδίω]] (Α) [[ιδίω]]<br />[[ιδρώνω]], [[παρουσιάζω]] [[εφίδρωση]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἱδρώνω [[πολύ]]). Ἀπό τό ἀνά + [[ἰδίω]] (=ἱδρώνω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀνιδιτί]] (=[[χωρίς]] ἱδρώτα, [[χωρίς]] κόπο).
}}
}}

Revision as of 14:35, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῑδίω Medium diacritics: ἀνιδίω Low diacritics: ανιδίω Capitals: ΑΝΙΔΙΩ
Transliteration A: anidíō Transliteration B: anidiō Transliteration C: anidio Beta Code: a)nidi/w

English (LSJ)

perspire so that the sweat stands on the surface Id.Ti.74c (prob.).

Spanish (DGE)

transpirar, sudar Pl.Ti.74c.

German (Pape)

[Seite 236] aufschwitzen, daß der Schweiß auf die Oberfläche tritt, Plat. Tim. 74 c, vor Bekk. ἀνιδροῦσαν für ἀνιδίουσαν.

Russian (Dvoretsky)

ἀνῑδίω: покрываться потом Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῑδίω: ἱδρώνω οὕτως ὥστε ὁ ἱδρὼς ἐπιπολάζει ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σώματός μου, θέρους μὲν ἀνιδίουσαν Πλάτ. Τίμ. 74C, Bekk.· κοινὴ γραφὴ ἀνιδρῶσα.

Greek Monolingual

ανιδίω (Α) ιδίω
ιδρώνω, παρουσιάζω εφίδρωση.

Mantoulidis Etymological

(=ἱδρώνω πολύ). Ἀπό τό ἀνά + ἰδίω (=ἱδρώνω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνιδιτί (=χωρίς ἱδρώτα, χωρίς κόπο).