περικείρω: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perikeiro | |Transliteration C=perikeiro | ||
|Beta Code=perikei/rw | |Beta Code=perikei/rw | ||
|Definition=aor. inf. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[περικεῖραι]] <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Ep.</span>61</span>: pf. περικέκαρκα <span class="bibl">Luc.<span class="title">Symp.</span> 32</span>:—[[shear]] or [[clip all round]] <b class="b3">τὴν κόμην κακῶς περικείρω</b> <span class="bibl">Hdt.3.154</span>; <b class="b3">π. τινά</b> [[clip]] him [[close]], Philostr. l. c.:—Med., <b class="b3">τρίχας περικείρεσθαι</b> [[clip]] one's [[hair]], <span class="bibl">Hdt.4.71</span>:—Pass., π. κατὰ πρόσωπον <span class="bibl">LXX <span class="title">Je.</span>32.9</span> (<span class="bibl">25.23</span>); τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος <span class="bibl">Luc. <span class="title">Tim.</span>4</span>; [[Περικειρομένη]], title of play by Menander. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[shear]] of its walls, τὴν ἀκρόπολιν <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span> 7.8</span>.</span> | |Definition=aor. inf. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[περικεῖραι]] <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Ep.</span>61</span>: pf. περικέκαρκα <span class="bibl">Luc.<span class="title">Symp.</span> 32</span>:—[[shear]] or [[clip all round]] <b class="b3">τὴν κόμην κακῶς περικείρω</b> <span class="bibl">Hdt.3.154</span>; <b class="b3">π. τινά</b> [[clip]] him [[close]], Philostr. l. c.:—Med., <b class="b3">τρίχας περικείρεσθαι</b> [[clip]] one's [[hair]], <span class="bibl">Hdt.4.71</span>:—Pass., π. κατὰ πρόσωπον <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Je.</span>32.9</span> (<span class="bibl">25.23</span>); τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος <span class="bibl">Luc. <span class="title">Tim.</span>4</span>; [[Περικειρομένη]], title of play by Menander. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[shear]] of its walls, τὴν ἀκρόπολιν <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span> 7.8</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:05, 15 October 2022
English (LSJ)
aor. inf. A περικεῖραι Philostr.Ep.61: pf. περικέκαρκα Luc.Symp. 32:—shear or clip all round τὴν κόμην κακῶς περικείρω Hdt.3.154; π. τινά clip him close, Philostr. l. c.:—Med., τρίχας περικείρεσθαι clip one's hair, Hdt.4.71:—Pass., π. κατὰ πρόσωπον LXX Je.32.9 (25.23); τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος Luc. Tim.4; Περικειρομένη, title of play by Menander. II metaph., shear of its walls, τὴν ἀκρόπολιν Ael.VH 7.8.
German (Pape)
[Seite 579] rings herum scheeren; τὴν κόμην, Her. 3, 154; τὴν κεφαλὴν ἐν χρῷ, Plut. Lyc. 15; Luc. D. Mer. 8; u. med., τρίχας, Her. 4, 71; τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος, Luc. Tim. 1.
French (Bailly abrégé)
tondre tout autour, raser, acc. ; Pass. avoir les cheveux coupés tout autour ; fig. περικείρειν ἀκρόπολιν ÉL raser une citadelle;
Moy. περικείρομαι tondre sur soi, raser sur soi, acc..
Étymologie: περί, κείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-κείρω rondom scheren.
Russian (Dvoretsky)
περικείρω: обстригать (τὴν κόμην Her.; τὴν κεφαλήν Plut.; τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος Luc.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
κουρεύω ολόγυρα
μσν.
1. φονεύω, αποδεκατίζω («τὰ νῶτα τῆς Ῥωμαίων δυνάμεως περικείροντος», Θεοφύλ. Σιμ.)
2. μτφ. διαστρέφω, διαφθείρω («περικείρει τὸ εἰωθός», Μητρόφ.)
αρχ.
1. μτφ. κατασκάβω, κατακρημνίζω («τῶν Ἐκβατάνων ἀκρόπολιν περικείρας», Αιλ.)
2. (η μτχ. θηλ. ως κύριο όν.) Περικειρομένη
τίτλος κωμωδίας του Μενάνδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κείρω «κουρεύω»].
Greek Monotonic
περικείρω: μέλ. -κερῶ, κουρεύω ή ψαλιδίζω ολόγυρα, σε Ηρόδ. — Μέσ., περικείρεσθαι τρίχας, έχω τα μαλλιά μου κομμένα, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
περικείρω: κείρω, κουρεύω ὁλόγυρα, κακῶς π. τὴν κόμην Ἡρόδ. 3. 154· - Μέσ., περικείρεσθαι τρίχας ὁ αὐτ. 4. 71· - ὡσαύτως, περικείρειν τινὰ Φιλοστρ. Ἐπιστ. 61 (64). - Παθητ., τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος Λουκ. Τίμ. 4· Περικειρομένη, ἐπιγραφὴ κωμῳδίας τοῦ Μενάνδρου. ΙΙ. κατασκάπτω μέχρις ἐδάφους, τὴν ἀκρόπολιν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 8· ἐντελῶς καταστρέφω, Βυζ.
Middle Liddell
fut. -κερῶ
to shear or clip all round, Hdt.; Mid., περικείρεσθαι τρίχας to have one's hair clipped, Hdt.