ἄπλατος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
(CSV import) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />inabordable ; terrible ; [[ἄπλατος]] κοίτα EUR la couche terrible, le tombeau.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πελάω]]. | |btext=ος, ον :<br />inabordable ; terrible ; [[ἄπλατος]] κοίτα EUR la couche terrible, le tombeau.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πελάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄπλᾱτος:''' ион. [[ἄπλητος]] 2 [[πελάω]] неприступный, страшный (ἄνθρωποι Hes.; [[πῦρ]] Pind.; [[κοίτη]] Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἄπληστος]]; [[αἶσα]] Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄπλᾱτος:''' Δωρ. και Αττ. αντί Επικ. ἄ-πλητος, -ον ([[πελάζω]]) αντί <i>ἀ-πέλατος</i>, [[απρόσιτος]], [[απροσπέλαστος]] ή [[τερατώδης]], [[φρικαλέος]], σε Ησίοδ., Τραγ. | |lsmtext='''ἄπλᾱτος:''' Δωρ. και Αττ. αντί Επικ. ἄ-πλητος, -ον ([[πελάζω]]) αντί <i>ἀ-πέλατος</i>, [[απρόσιτος]], [[απροσπέλαστος]] ή [[τερατώδης]], [[φρικαλέος]], σε Ησίοδ., Τραγ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 39: | Line 39: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[unapproachable]] | |woodrun=[[unapproachable]] | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ον [[inabordable]], [[inaccesible]] de la divinidad suprema ἐπικαλοῦμαί σὲ ... τὸν ἄπλατον καὶ ἀμέτρητον <b class="b3">a ti te invoco, el inabordable e incomensurable</b> P IV 1751 de la Naturaleza χαῖρε, Ἥλιε, ... σὺ εἶ ὁ πατὴρ τῆς ἀπλάτου Φύσεως <b class="b3">te saludo, Helios, tú eres el padre de la inaccesible Naturaleza</b> P VII 511 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:05, 15 October 2022
English (LSJ)
Dor. and Trag. for Ep. ἄπλητος (q.v.), ον, (πελάζω)
A unapproachable, always with a notion of terrible, monstrous, Hes.Op.148, Th.151; ἄ. πῦρ Pi.P.1.21 (whence it must be restored for ἀπλήστου in A.Pr.373); ὀφίων κεφαλαί, Τυφών, Pi.P.12.9,Fr.93; Ἔχιδνα B.5.62, cf. 12.51; θρέμμα S.Tr.1093; αἶσα Id.Aj.256 (lyr.); ἄπλατον ἀξύμβλητον ἐξεθρεψάμην Id.Fr.387.—In many places ἄπλαστος is a v.l., Id.Aj.256, E.Med.151 (lyr.); cf. ἄπληστος.
2 = ἄπλετος, κυψέλη Com.Adesp.620; ἄπλατοι ὅσοι Phld.Rh.1.3S., al.; γάλα Diog.Oen. 39, cf. Epicur.Nat.11.154.14, Phld.Oec.p.41 J., Porph.Abst.1.55; cf. ἄπλητος.
Spanish (DGE)
(ἄπλᾱτος) v. 1 ἄπλητος.
German (Pape)
[Seite 292] ion. ἄπλητος (πελάζω, ἀπέλατος), unnahbar, furchtbar, schrecklich, so daß man nicht nahe zu kommen wagt, ἰσχύς Hes. Th. 153; πῦρ Pind. P. 1, 21; ὀφίων κεφαλαί 12, 9; ἄπλατον θρέμμα, heißt der Nemeische Löwe, Soph. Tr. 1083; αἶσα Ai. 249; vgl. Buttm. Gramm. II p. 208 u. ἄπλετος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inabordable ; terrible ; ἄπλατος κοίτα EUR la couche terrible, le tombeau.
Étymologie: ἀ, πελάω.
Russian (Dvoretsky)
ἄπλᾱτος: ион. ἄπλητος 2 πελάω неприступный, страшный (ἄνθρωποι Hes.; πῦρ Pind.; κοίτη Aesch. - v.l. ἄπληστος; αἶσα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄπλᾱτος: Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἐπ. ἄπλητος, ον, (πλησίον, πρβλ. τειχεσιπλήτης), ἀπέλαστος, ἀπροσπέλαστος, ὅν οὐδεὶς δύναται νὰ πλησιάσῃ, ἀλλ’ ἀείποτε μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ φοβεροῦ καὶ τερατώδους, σχεδὸν ὅμοιον τῷ ἄαπτος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 147, Θ. 151· ἄπλ. πῦρ Πινδ. Π. 1. 40 (ὁπόθεν πρέπει νὰ διορθωθῇ ἀντὶ τοῦ ἀπλήστου ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 371)· ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς Πινδ. Π. 12. 15, ἄπλατον… Τυφῶν’ Ἀποσπ. 93· θρέμμα Σοφ. Τρ. 1093· αἶσα ὁ αὐτ. Αἴ. 255· ἄπλατον, ἀξύμβλητόν τ’ ἐξεθρεψάμην ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 350. ― Πολλαχοῦ τὸ ἄπλαστος κεῖται ὡς διάφ. γραφή, πρβλ. Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμαννον εἰς Μήδ. 149· ἴδε ὡσαύτως καὶ τὴν λέξ. ἄπληστος.
English (Slater)
ἄπλᾱτος, -ον unapproachable τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί (P. 1.21) παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς i. e. the Gorgons' heads (P. 12.9) ἀλλ' οἶος ἄπλατον κεράιζε θεῶν Τυφῶνα πεντηκοντοκέφαλον fr. 93.
Greek Monolingual
ἄπλατος, -ον (Α) πελάζω
1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί να πλησιάσει κανείς, απλησίαστος
2. φοβερός, τερατώδης, πελώριος.
Greek Monotonic
ἄπλᾱτος: Δωρ. και Αττ. αντί Επικ. ἄ-πλητος, -ον (πελάζω) αντί ἀ-πέλατος, απρόσιτος, απροσπέλαστος ή τερατώδης, φρικαλέος, σε Ησίοδ., Τραγ.
Middle Liddell
πελάζω
for ἀπέλατος, unapproachable, terrible, Hes., Trag.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
-ον inabordable, inaccesible de la divinidad suprema ἐπικαλοῦμαί σὲ ... τὸν ἄπλατον καὶ ἀμέτρητον a ti te invoco, el inabordable e incomensurable P IV 1751 de la Naturaleza χαῖρε, Ἥλιε, ... σὺ εἶ ὁ πατὴρ τῆς ἀπλάτου Φύσεως te saludo, Helios, tú eres el padre de la inaccesible Naturaleza P VII 511