σπειρίον: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
(CSV import) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σπειρίον]], ου, τό, [Dim. of [[σπεῖρον]]<br />a [[light]], [[summer]]-[[garment]], Xen. | |mdlsjtxt=[[σπειρίον]], ου, τό, [Dim. of [[σπεῖρον]]<br />a [[light]], [[summer]]-[[garment]], Xen. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=τό [[tapete de forma circular]] usado para ponerlo debajo de una lámpara ἐν δὲ τῷ μέσῳ τοῦ X ἀπόδησον σπειρίον ἐξ ἀρτεμισίας μονοκλώνου <b class="b3">en el medio de la X fija un tapete de forma circular hecho de artemisa de un solo tronco</b> P IV 1088 ἐπίθες (τὸν λύχνον) ἐν μέσῳ ἐπὶ τὸ σπειρίον <b class="b3">coloca la lámpara en el medio, sobre el tapete</b> P IV 1095 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 15 October 2022
English (LSJ)
τό, Dim. of σπεῖρον, A light summer garment, X.HG4.5.4. II Dim. of σπεῖρα 1.8, base-moulding of a column, Hero Aut.3.1. III (cf. σπεῖρα 1.3 fin.) ring-shaped mat, ἐξ ἀρτεμισίας PMag.Par.1.1088, cf. 1096.
German (Pape)
[Seite 919] τό dim. von σπεῖρον, Xen. Hell. 4, 5, 4, von leichten Sommerkleidern.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite bande de toile, vêtement léger.
Étymologie: σπεῖρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπειρίον -ου, τό [σπεῖρον] demin. licht zomerkleed.
Russian (Dvoretsky)
σπειρίον: τό летняя накидка, легкое платье Xen.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
τὸ, Α σπεῖρα
μικρή σπείρα, κόσμημα στη βάση ιωνικού κίονα.
(II)
τὸ, Α
μικρό σπεῖρον, ελαφρό καλοκαιρινό ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σπεῖρον. Η σημ. της λ. «καλοκαιρινό ένδυμα» θα επέτρεπε τη διόρθωση της λ. σε σείρια (< Σείριος)].
Greek Monotonic
σπειρίον: τό, υποκορ. του σπεῖρον, ελαφρύ, θερινό ένδυμα, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
σπειρίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σπεῖρον, ἐλαφρόν, θερινὸν ἱμάτιον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 4. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ σπεῖρα (8), ἡ βάσις κίονος, Ἥρων Αὐτοματ. 246C.
Middle Liddell
σπειρίον, ου, τό, [Dim. of σπεῖρον
a light, summer-garment, Xen.
Léxico de magia
τό tapete de forma circular usado para ponerlo debajo de una lámpara ἐν δὲ τῷ μέσῳ τοῦ X ἀπόδησον σπειρίον ἐξ ἀρτεμισίας μονοκλώνου en el medio de la X fija un tapete de forma circular hecho de artemisa de un solo tronco P IV 1088 ἐπίθες (τὸν λύχνον) ἐν μέσῳ ἐπὶ τὸ σπειρίον coloca la lámpara en el medio, sobre el tapete P IV 1095