ἠπανία: Difference between revisions
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
m (Text replacement - "<br />'''Étymologie:''' -." to "") |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />insuffisance | |btext=ας (ἡ) :<br />insuffisance. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:12, 9 November 2022
German (Pape)
[Seite 1173] ἡ, Mangel, Entbehrung, VLL.; Paul. Sil. 18 (V, 239).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
insuffisance.
Greek Monolingual
ἠπανία και ἠπανίη, ή (Α)
σπανιότητα, έλλειψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηπανώ (πρβλ. τη γλώσσα του Ησύχ. ηπανεί
απορεί, σπανίζει, αμηχανεί). Η λ. συνδέεται με το πανία «πλησμονή», οπότε το αρχικό η- είναι πιθ. στερητικό πρόθημα, προϊόν μετρικής έκτασης του α-πανία.
Greek Monotonic
ἠπανία: ἡ, απορία, έλλειψη, σπανιότητα, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἠπᾰνία: ἡ недостаток, скудость (φορβῆς Anth.).