δύστοκος: Difference between revisions

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />enfanté pour le malheur, funeste.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[τίκτω]].
|btext=ος, ον :<br />enfanté pour le malheur, funeste.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[τίκτω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:00, 11 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύστοκος Medium diacritics: δύστοκος Low diacritics: δύστοκος Capitals: ΔΥΣΤΟΚΟΣ
Transliteration A: dýstokos Transliteration B: dystokos Transliteration C: dystokos Beta Code: du/stokos

English (LSJ)

ον, born for mischief, δάκος E.Fr.863.

Spanish (DGE)

-ον
1 nacido para causar desgracia λύγκα, δ. δάκος E.Fr.863.
2 difícil de parir δύστοκα μὲν γὰρ εἶναι τὰ τεθνηκότα Porph.Gaur.5.3.
3 que pare con dificultad, que le cuesta parir (αἱ γυναῖκες) κατὰ δὲ σκοτομηνίας δύστοκοι ἄγαν Chrysipp.Stoic.2.212, ἔτι δὲ ἄνω κειμένων τῶν ὑστερῶν ἀνάγκη δυστόκους γίνεσθαι Phlp.in GA 16.6.

German (Pape)

[Seite 689] schwer gebärend; zum Unheil geboren, Eur. bei Ael. H. A. 14, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfanté pour le malheur, funeste.
Étymologie: δυσ-, τίκτω.

Russian (Dvoretsky)

δύστοκος: рожденный на беду (δάκος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δύστοκος: -ον, μετὰ πόνου γεννῶν. ― Ἐπίρρ. δυστόκως ἔχειν Εὐστ. Πονημ. 326. 53. ΙΙ. ὁ ἐπὶ κακῷ γεννηθείς, Εὐρ. Ἀποσπ. 855.

Greek Monolingual

, -η, -ο (AM δύστοκος, -ον)
αυτή που έχει δύσκολο τοκετό
αρχ.
αυτός που γεννήθηκε για κακό.

Greek Monotonic

δύστοκος: -ον (τίκτω), αυτός που γεννά με πόνο.

Middle Liddell

δύσ-τοκος, ον τίκτω
bringing forth with pain.