Ν: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
(5)
 
m (pape replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=Ν
|Medium diacritics=Ν
|Low diacritics=Ν
|Capitals=Ν
|Transliteration A=N
|Transliteration B=N
|Transliteration C=N
|Beta Code=*n
|Definition=ν, νῦ, τό, indecl., fourteenth (later thirteenth) letter of Greek alphabet; as numeral, νʹ = 50, but ͵ν = 50 000.
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ν:''' ν, νῦ, τό, άκλιτο, το δέκατο τρίτο [[γράμμα]] του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, νʹ = 50, ͵ν = 50.000· Το <i>ν</i> είναι οδοντικό ή ουρανικό [[υγρό]] [[σύμφωνο]], το οποίο αντιστοιχεί προς το άφωνο <i>δ. </i>Διαλεκτικές μεταβολές:<br /><b class="num">I. 1.</b> στη Δωρ., το <i>ν</i> αντικαθιστά το <i>λ</i>, βλ. <i>Λ</i>, <i>λ</i> 2.<br /><b class="num">2.</b> στην Αττ. και Δωρ. αντί <i>μ</i>, βλ. Μ, μ II. 2·<br /><b class="num">II.</b> μεταβολές [[χάριν]] ευφωνίας:<br /><b class="num">1.</b> σε <i>γ</i> [[πριν]] από τα ουρανικά <i>γ</i>, <i>κ</i>, <i>χ</i>, και [[πριν]] από το <i>ξ</i>, όπως [[ἔγγονος]], [[ἔγκαιρος]], [[ἐγχώριος]], [[ἐγξέω]], κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> σε <i>μ</i> [[πριν]] από τα χειλικόφωνα <i>β</i>, <i>π</i>, <i>φ</i>, και [[πριν]] από το <i>ψ</i>, όπως [[σύμβιος]], [[συμπότης]], [[συμφυής]], [[ἔμψυχος]]· ομοίως, [[πριν]] από το <i>μ</i>, όπως [[ἐμμανής]].<br /><b class="num">3.</b> σε <i>λ</i> [[πριν]] από το <i>λ</i>, όπως [[ἐλλείπω]], [[συλλαμβάνω]].<br /><b class="num">4.</b> σε <i>ρ</i> [[πριν]] από το <i>ρ</i>, όπως [[συρράπτω]]· αν και σε σύνθ. με την πρόθ. <i>ἐν</i>, το <i>ν</i> μερικές φορές παραμένει [[πριν]] από το <i>ρ</i>, όπως [[ἔνρυθμος]].<br /><b class="num">5.</b> σε <i>σ</i> [[πριν]] από το <i>σ</i>, όπως [[σύσσιτος]], [[πάσσοφος]].<br /><b class="num">III.</b> το ονομαζόμενο <i>«νῦ ἐφελκυστικόν»</i> προστίθεται στη δοτ. πληθ. που λήγει σε <i>-σι</i>, όπως <i>ἀνδράσιν</i>· στο γʹ πληθ. πρόσ. ρημάτων σε <i>-σι</i>, όπως <i>εἰλήφασιν</i>· στο γʹ ενικ. σε <i>-ε</i>, <i>-ι</i>, όπως <i>ἔκτανεν</i>, <i>δείκνυσιν</i>· στην [[κατάληξη]] <i>-σι</i> που δηλώνει [[τόπο]], όπως <i>Ἀθήνῃσι</i>, [[Ὀλυμπίασι]]· στην Επικ. [[κατάληξη]] <i>-φι</i>, όπως [[ὀστεόφιν]]· στο αριθμητικό [[εἴκοσι]]· στα επιρρ. [[νόσφι]], [[πέρυσι]]· στα εγκλιτ. μόρια <i>κέ</i> και <i>νύ</i>· αυτό το <i>ν</i> χρησιμοποιείται [[κυρίως]] για να αποφεύγεται η [[χασμωδία]], όπου ακολουθούσε [[φωνήεν]].
|lsmtext='''Ν:''' ν, νῦ, τό, άκλιτο, το δέκατο τρίτο [[γράμμα]] του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, νʹ = 50, ͵ν = 50.000· Το <i>ν</i> είναι οδοντικό ή ουρανικό [[υγρό]] [[σύμφωνο]], το οποίο αντιστοιχεί προς το άφωνο <i>δ. </i>Διαλεκτικές μεταβολές:<br /><b class="num">I. 1.</b> στη Δωρ., το <i>ν</i> αντικαθιστά το <i>λ</i>, βλ. <i>Λ</i>, <i>λ</i> 2.<br /><b class="num">2.</b> στην Αττ. και Δωρ. αντί <i>μ</i>, βλ. Μ, μ II. 2·<br /><b class="num">II.</b> μεταβολές [[χάριν]] ευφωνίας:<br /><b class="num">1.</b> σε <i>γ</i> [[πριν]] από τα ουρανικά <i>γ</i>, <i>κ</i>, <i>χ</i>, και [[πριν]] από το <i>ξ</i>, όπως [[ἔγγονος]], [[ἔγκαιρος]], [[ἐγχώριος]], [[ἐγξέω]], κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> σε <i>μ</i> [[πριν]] από τα χειλικόφωνα <i>β</i>, <i>π</i>, <i>φ</i>, και [[πριν]] από το <i>ψ</i>, όπως [[σύμβιος]], [[συμπότης]], [[συμφυής]], [[ἔμψυχος]]· ομοίως, [[πριν]] από το <i>μ</i>, όπως [[ἐμμανής]].<br /><b class="num">3.</b> σε <i>λ</i> [[πριν]] από το <i>λ</i>, όπως [[ἐλλείπω]], [[συλλαμβάνω]].<br /><b class="num">4.</b> σε <i>ρ</i> [[πριν]] από το <i>ρ</i>, όπως [[συρράπτω]]· αν και σε σύνθ. με την πρόθ. <i>ἐν</i>, το <i>ν</i> μερικές φορές παραμένει [[πριν]] από το <i>ρ</i>, όπως [[ἔνρυθμος]].<br /><b class="num">5.</b> σε <i>σ</i> [[πριν]] από το <i>σ</i>, όπως [[σύσσιτος]], [[πάσσοφος]].<br /><b class="num">III.</b> το ονομαζόμενο <i>«νῦ ἐφελκυστικόν»</i> προστίθεται στη δοτ. πληθ. που λήγει σε <i>-σι</i>, όπως <i>ἀνδράσιν</i>· στο γʹ πληθ. πρόσ. ρημάτων σε <i>-σι</i>, όπως <i>εἰλήφασιν</i>· στο γʹ ενικ. σε <i>-ε</i>, <i>-ι</i>, όπως <i>ἔκτανεν</i>, <i>δείκνυσιν</i>· στην [[κατάληξη]] <i>-σι</i> που δηλώνει [[τόπο]], όπως <i>Ἀθήνῃσι</i>, [[Ὀλυμπίασι]]· στην Επικ. [[κατάληξη]] <i>-φι</i>, όπως [[ὀστεόφιν]]· στο αριθμητικό [[εἴκοσι]]· στα επιρρ. [[νόσφι]], [[πέρυσι]]· στα εγκλιτ. μόρια <i>κέ</i> και <i>νύ</i>· αυτό το <i>ν</i> χρησιμοποιείται [[κυρίως]] για να αποφεύγεται η [[χασμωδία]], όπου ακολουθούσε [[φωνήεν]].
}}
{{elru
|elrutext='''Ν:''' ν (τὸ νῦ) ню (13-я буква греч. алфавита): νʹ = 50; ͵ν = 50000.
}}
{{pape
|ptext=ν, νῦ: dreizehnter [[Buchstabe]] des griechischen Alphabets; als [[Zahlzeichen]] νʹ = 50, ͵ν = 50000. – Vor den Gaumbuchstaben geht es in das nasale γ über, [[ἔγγονος]], [[ἐγκαίριος]], [[ἐγχώριος]], [[ἐγξέω]]; – vor den Lippenbuchstaben in μ, [[σύμβιος]], [[συμπότης]], [[συμφυής]], [[σύμψηφος]]. – Den Liquidis wird es [[assimiliert]], [[ἐμμανής]], [[συλλαμβάνω]], [[συρράπτω]], doch findet sich ἐν auch [[unverändert]] vor ρ, z.B. [[ἔνρυθμος]]. – Eben so wird es mit σ [[assimiliert]], [[σύσσιτος]], [[πάσσοφος]], doch bleibt es auch [[unverändert]], [[πάνσοφος]], und am häufigsten vor σβ, σκ, σμ, σπ, στ, σφ, σχ, und [[immer]] in der [[Präposition]] ἐν. – Über das ν ἐφελκυστικόν sind die [[Grammatiken]] nachzusehen, eben so wie über die [[Vertauschung]] des ν und des α. – Die Äoler [[verdoppeln]] gern das ν, [[indem]] sie den davorstehenden [[langen]] [[Vokal]] od. [[Diphthong]] [[verkürzen]], κτέννω für [[κτείνω]], γέννατο für ἐγείνατο, vgl. Greg.Cor. <i>Dial. Äol</i>. 11. – Über die [[Vertauschung]] mit λ und mit μ s. [[unter]] diesen [[Buchstaben]].
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ν Medium diacritics: Ν Low diacritics: Ν Capitals: Ν
Transliteration A: N Transliteration B: N Transliteration C: N Beta Code: *n

English (LSJ)

ν, νῦ, τό, indecl., fourteenth (later thirteenth) letter of Greek alphabet; as numeral, νʹ = 50, but ͵ν = 50 000.

Greek Monotonic

Ν: ν, νῦ, τό, άκλιτο, το δέκατο τρίτο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, νʹ = 50, ͵ν = 50.000· Το ν είναι οδοντικό ή ουρανικό υγρό σύμφωνο, το οποίο αντιστοιχεί προς το άφωνο δ. Διαλεκτικές μεταβολές:
I. 1. στη Δωρ., το ν αντικαθιστά το λ, βλ. Λ, λ 2.
2. στην Αττ. και Δωρ. αντί μ, βλ. Μ, μ II. 2·
II. μεταβολές χάριν ευφωνίας:
1. σε γ πριν από τα ουρανικά γ, κ, χ, και πριν από το ξ, όπως ἔγγονος, ἔγκαιρος, ἐγχώριος, ἐγξέω, κ.λπ.
2. σε μ πριν από τα χειλικόφωνα β, π, φ, και πριν από το ψ, όπως σύμβιος, συμπότης, συμφυής, ἔμψυχος· ομοίως, πριν από το μ, όπως ἐμμανής.
3. σε λ πριν από το λ, όπως ἐλλείπω, συλλαμβάνω.
4. σε ρ πριν από το ρ, όπως συρράπτω· αν και σε σύνθ. με την πρόθ. ἐν, το ν μερικές φορές παραμένει πριν από το ρ, όπως ἔνρυθμος.
5. σε σ πριν από το σ, όπως σύσσιτος, πάσσοφος.
III. το ονομαζόμενο «νῦ ἐφελκυστικόν» προστίθεται στη δοτ. πληθ. που λήγει σε -σι, όπως ἀνδράσιν· στο γʹ πληθ. πρόσ. ρημάτων σε -σι, όπως εἰλήφασιν· στο γʹ ενικ. σε , , όπως ἔκτανεν, δείκνυσιν· στην κατάληξη -σι που δηλώνει τόπο, όπως Ἀθήνῃσι, Ὀλυμπίασι· στην Επικ. κατάληξη -φι, όπως ὀστεόφιν· στο αριθμητικό εἴκοσι· στα επιρρ. νόσφι, πέρυσι· στα εγκλιτ. μόρια κέ και νύ· αυτό το ν χρησιμοποιείται κυρίως για να αποφεύγεται η χασμωδία, όπου ακολουθούσε φωνήεν.

Russian (Dvoretsky)

Ν: ν (τὸ νῦ) ню (13-я буква греч. алфавита): νʹ = 50; ͵ν = 50000.

German (Pape)

ν, νῦ: dreizehnter Buchstabe des griechischen Alphabets; als Zahlzeichen νʹ = 50, ͵ν = 50000. – Vor den Gaumbuchstaben geht es in das nasale γ über, ἔγγονος, ἐγκαίριος, ἐγχώριος, ἐγξέω; – vor den Lippenbuchstaben in μ, σύμβιος, συμπότης, συμφυής, σύμψηφος. – Den Liquidis wird es assimiliert, ἐμμανής, συλλαμβάνω, συρράπτω, doch findet sich ἐν auch unverändert vor ρ, z.B. ἔνρυθμος. – Eben so wird es mit σ assimiliert, σύσσιτος, πάσσοφος, doch bleibt es auch unverändert, πάνσοφος, und am häufigsten vor σβ, σκ, σμ, σπ, στ, σφ, σχ, und immer in der Präposition ἐν. – Über das ν ἐφελκυστικόν sind die Grammatiken nachzusehen, eben so wie über die Vertauschung des ν und des α. – Die Äoler verdoppeln gern das ν, indem sie den davorstehenden langen Vokal od. Diphthong verkürzen, κτέννω für κτείνω, γέννατο für ἐγείνατο, vgl. Greg.Cor. Dial. Äol. 11. – Über die Vertauschung mit λ und mit μ s. unter diesen Buchstaben.