χαμός: Difference between revisions
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(46) |
m (pape replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, Ν [[χάνω]]<br /> <b>1.</b> [[απώλεια]] ζωής, [[θάνατος]] («ο [[χαμός]] της μητέρας της τήν συνέτριψε»)<br /> <b>2.</b> [[εξαφάνιση]] («[[πέντε]] [[χρόνια]] [[μετά]] τον χαμό του και [[ακόμα]] ψάχνει να τόν βρει»)<br /> <b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) γενική [[αναστάτωση]], [[κοσμοχαλασιά]] («γίνεται [[χαμός]] στα καταστήματα την περίοδο των εκπτώσεων»)<br /> β) [[μεγάλη]] [[καταστροφή]] («[[μετά]] την [[έκρηξη]] της βόμβας έγινε [[χαμός]]»)<br /> <b>4.</b> <b>φρ.</b> «πήγαινε στον χαμό» — άι χάσου. | |mltxt=ο, Ν [[χάνω]]<br /> <b>1.</b> [[απώλεια]] ζωής, [[θάνατος]] («ο [[χαμός]] της μητέρας της τήν συνέτριψε»)<br /> <b>2.</b> [[εξαφάνιση]] («[[πέντε]] [[χρόνια]] [[μετά]] τον χαμό του και [[ακόμα]] ψάχνει να τόν βρει»)<br /> <b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) γενική [[αναστάτωση]], [[κοσμοχαλασιά]] («γίνεται [[χαμός]] στα καταστήματα την περίοδο των εκπτώσεων»)<br /> β) [[μεγάλη]] [[καταστροφή]] («[[μετά]] την [[έκρηξη]] της βόμβας έγινε [[χαμός]]»)<br /> <b>4.</b> <b>φρ.</b> «πήγαινε στον χαμό» — άι χάσου. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, bei Hesych. = [[καμπύλος]]; ὁ, <i>der gekrümmte [[Angelhaken]], hamus</i>, auch [[χαβός]] [[geschrieben]], <i>Schol. Ar. Eq</i>. 1147. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:33, 24 November 2022
Greek Monolingual
ο, Ν χάνω
1. απώλεια ζωής, θάνατος («ο χαμός της μητέρας της τήν συνέτριψε»)
2. εξαφάνιση («πέντε χρόνια μετά τον χαμό του και ακόμα ψάχνει να τόν βρει»)
3. μτφ. α) γενική αναστάτωση, κοσμοχαλασιά («γίνεται χαμός στα καταστήματα την περίοδο των εκπτώσεων»)
β) μεγάλη καταστροφή («μετά την έκρηξη της βόμβας έγινε χαμός»)
4. φρ. «πήγαινε στον χαμό» — άι χάσου.
German (Pape)
ὁ, bei Hesych. = καμπύλος; ὁ, der gekrümmte Angelhaken, hamus, auch χαβός geschrieben, Schol. Ar. Eq. 1147.