γλύμμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=τό [[impronta]], [[figura grabada]] sobre una esmeralda γ. κανθάρου· εἰς λίθον σμάραγδον πολυτελῆ γλύψον κάνθαρον <b class="b3">figura del escarabajo: en una esmeralda muy valiosa graba un escarabajo</b> P V 238  
|esmgtx=τό [[impronta]], [[figura grabada]] sobre una esmeralda γ. κανθάρου· εἰς λίθον σμάραγδον πολυτελῆ γλύψον κάνθαρον <b class="b3">figura del escarabajo: en una esmeralda muy valiosa graba un escarabajo</b> P V 238  
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>das [[Eingegrabene]], [[Geschnitzte]]</i>, Eupol. bei Poll. 7.179; Strab.; Polem. 1 (XI.38).
}}
}}

Revision as of 16:36, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλύμμα Medium diacritics: γλύμμα Low diacritics: γλύμμα Capitals: ΓΛΥΜΜΑ
Transliteration A: glýmma Transliteration B: glymma Transliteration C: glymma Beta Code: glu/mma

English (LSJ)

ατος, τό, (γλύφω) engraved figure, signet, Eup.406, Str. 14.1.16, BGU86.45 (ii A. D.); inscription, AP11.38 (Polemo Rex), Gal.12.773.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
impronta, figura grabada sobre diversos objetos, esp. gemas y piedras preciosas engarzadas en anillos o sellos, Eup.441, AP 9.752 (Antip.Thess.), AP 11.38 (Polem.) (= CIG 7298), δακτύλιον λίθου καὶ γλύμματος πολυτελοῦς Str.14.1.16, γ. σφραγῖδος LXX Ex.28.11, γλύμμα αὐτῆς (Ἀφροδίτης) ἔνοπλον D.C.43.43.3, empleado para legitimar testamentos los testigos ἐσφράγεισα σφραγεῖδι ἐχούσῃ γ. ἴβιος PKöln 100.37, cf. 40 (II d.C.), SB 9642.5.28 (II d.C.), PStras.546.9 (II d.C.), ἐγνώρισα τὴν ἰδίαν μου σφραγῖδα οὖσαν γλύμματος Σαράπιδος POxy.494.34 (II d.C.), para sellar contratos συνεθέμην καθὼς πρόκειται καὶ ἐσφράγισα γλύμματι BGU 86.45 (II d.C.), en una carta ἐσφράγισα δὲ τὴν ἐπιστολὴν γλύμματι Ἁρποχράτους PPetaus 27.34 (II d.C.), en una receta γλύμματι τούτῳ ἐσφραγίζετο (λεοντάριον) Gal.12.773, para sellar jarras κεράμια ἐσφραγισμένα ... σφραγῖδα ἔχουσα γλύμματι Σαχύψεως SB 8002.7 (III d.C.), sobre monedas χρυσοῦς γ. ἑαυτοῦ φέροντας D.C.79.4.7.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλύμμα -ατος, τό γλύφω gegraveerde afbeelding, embleem (in een zegelring). Men. Epitr. 388.

Russian (Dvoretsky)

γλύμμα: ατος τό γλύφω резное изображение, резьба, изваяние Men., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

γλύμμα: τό, (γλύφω) εἰκὼν γεγλυμμένη, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 113, Συλλ. Ἐπιγρ. 7298.

Greek Monolingual

το (AM γλύμμα) γλύφω
κοίλωμα ή εγκοπή που γίνεται με το κοπίδι
αρχ.
1. επιγραφή
2. σφραγίδα.

Léxico de magia

τό impronta, figura grabada sobre una esmeralda γ. κανθάρου· εἰς λίθον σμάραγδον πολυτελῆ γλύψον κάνθαρον figura del escarabajo: en una esmeralda muy valiosa graba un escarabajo P V 238

German (Pape)

τό, das Eingegrabene, Geschnitzte, Eupol. bei Poll. 7.179; Strab.; Polem. 1 (XI.38).