νοσηλεία: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[suppuration]], [[putrid matter]]
|woodrun=[[suppuration]], [[putrid matter]]
}}
{{pape
|ptext=ἡ,<br><b class="num">1</b> <i>[[Krankheit]]</i>, Sp.; bei Soph. <i>Phil</i>. 39, ῥάκη βαρείας [[του]] νοσηλείας [[πλέα]], erkl. der Schol. τῆς ἐκ νόσου ἀκαθαρσίας, <i>der [[Eiter]] der [[Krankheit]]</i>.<br><b class="num">2</b> <i>[[Krankenpflege]]</i>, Plut. <i>Lyc</i>. 10 und andere Spätere
}}
}}

Revision as of 16:43, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσηλεία Medium diacritics: νοσηλεία Low diacritics: νοσηλεία Capitals: ΝΟΣΗΛΕΙΑ
Transliteration A: nosēleía Transliteration B: nosēleia Transliteration C: nosileia Beta Code: noshlei/a

English (LSJ)

ἡ, A care of the sick, treatment of a disease, nursing, J.AJ4.8.33, Plu.Lyc.10, Gal. 5.48, D.C.76.7. II disease, sickness, sickness which needs tending, Lysimach. ap. J. Ap.1.34, Plu.2.110c (pl.), 788f, Sor.1.79 (pl.). 2 matter discharged from a sore, S.Ph.39.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 traitement d'une maladie;
2 maladie, particul. matière (pus, etc.) d'un mal.
Étymologie: νοσηλεύω.

Russian (Dvoretsky)

νοσηλεία:
1) болезнь: ν. μακρά Plut. затяжная болезнь;
2) уход за больным (ν. καθημερινή Plut.);
3) сукровица, гной (ῥάκη νοσηλείας πλέα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

νοσηλεία: ἡ, (νοσηλεύω) τὸ νοσηλεύειν, περιποιεῖσθαι νοσοῦντα, Πλουτ. Λυκοῦργ. 10. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθητ.) ἀσθένεια ἀπαιτοῦσα περιποίησιν, θεραπείαν, ἐπιμέλειαν, ὁ αὐτ. 2. 110D, 788F. 2) ὕλη ἐκρέουσα ἐξ ἕλκους, Σοφ. Φιλ. 39.

Greek Monolingual

η (Α νοσηλεία) νοσηλεύω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νοσηλεύω, θεραπεία ασθενούς
αρχ.
1. ασθένεια η οποία απαιτεί θεραπεία και φροντίδα
2. πύον που εκκρίνεται από ανοιχτή πληγή.

Greek Monotonic

νοσηλεία: ἡ,
I. φροντίδα του ασθενούς, νοσηλευτική περιποίηση, σε Πλούτ.
II. (από το Παθ.), ασθένεια που απαιτεί περιποίηση, ουσία που βγαίνει από πληγή, πύον, σε Σοφ.

Middle Liddell

νοσηλεία, ἡ,
I. care of the sick, nursing, Plut.
II. (from Pass.) matter discharged from a sore, Soph. [from νοσηλεύω

English (Woodhouse)

suppuration, putrid matter

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

ἡ,
1 Krankheit, Sp.; bei Soph. Phil. 39, ῥάκη βαρείας του νοσηλείας πλέα, erkl. der Schol. τῆς ἐκ νόσου ἀκαθαρσίας, der Eiter der Krankheit.
2 Krankenpflege, Plut. Lyc. 10 und andere Spätere