ὑδατώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{trml
{{trml
|trtx=Bulgarian: мокър, подгизнал; Dutch: [[waterig]]; Finnish: läpimärkä; French: [[aqueux]]; German: [[wässrig]]; Hindi: आबी; Italian: [[acquoso]], [[acqueo]], [[bagnato]], [[inzuppato]]; Japanese: 水っぽい; Kurdish Central Kurdish: ئاوی‎; Northern Kurdish: avî; Latvian: ūdeņains; Low German German Low German: wäterig; Malay: berair; Manx: ushtagh; Maori: toriwai, waiwai, haruwai, tōwahiwahi, tōwāwahi; Mopan Maya: jaʼ; Persian: آبکی‎; Portuguese: [[aquoso]]; Romanian: apătos, apos; Russian: [[водянистый]]; Spanish: [[acuoso]]; Swedish: våt, vattnig, blöt, sur
|trtx=Bulgarian: мокър, подгизнал; Dutch: [[waterig]]; Finnish: läpimärkä; French: [[aqueux]]; German: [[wässrig]]; Hindi: आबी; Italian: [[acquoso]], [[acqueo]], [[bagnato]], [[inzuppato]]; Japanese: 水っぽい; Kurdish Central Kurdish: ئاوی‎; Northern Kurdish: avî; Latvian: ūdeņains; Low German German Low German: wäterig; Malay: berair; Manx: ushtagh; Maori: toriwai, waiwai, haruwai, tōwahiwahi, tōwāwahi; Mopan Maya: jaʼ; Persian: آبکی‎; Portuguese: [[aquoso]]; Romanian: apătos, apos; Russian: [[водянистый]]; Spanish: [[acuoso]]; Swedish: våt, vattnig, blöt, sur
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>[[wasserartig]], -[[ähnlich]], wie [[Wasser]] [[aussehend]]</i>, Theophr.; <i>[[wässerig]]</i>, Thuc. 3.23. – <i>[[wassersüchtig]]</i>, Hippocr.
}}
}}

Revision as of 16:46, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰτώδης Medium diacritics: ὑδατώδης Low diacritics: υδατώδης Capitals: ΥΔΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: hydatṓdēs Transliteration B: hydatōdēs Transliteration C: ydatodis Beta Code: u(datw/dhs

English (LSJ)

ες, A watery, οὖρον Hp.Prog.12, cf. Epid.1.26. ί, Sor.1.59, al.; opp. αἱματώδης, Arist.HA586a29; [ἄνεμος] ὑδατώδης Id.Mete.364b21; [νέφος] ὑδατωδέστερον ib.377b6; of signs of the Zodiac, Vett.Val.6.4; ὑδατώδης κρύσταλλος, of melting ice, wet, sloppy, Th.3.23; of taste, watery, insipid, Thphr.HP4.10.3. II full of water, φύλλα Id.CP2.19.2; σφαιρίον Id.HP3.7.5. 2 dropsical, Hp.Epid.6.7.4.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui fond en eau.
Étymologie: ὕδωρ, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ὑδᾰτώδης: (ῠ)
1) водянистый (ὑγρότης Arst.);
2) сырой, влажный (ἄνεμος Arst.);
3) дождевой (νέφος Arst.);
4) растекающийся, тающий: κρύσταλλος οὐ βέβαιος, ἀλλ᾽ ὑ. (ἦν) Thuc. лед был не прочен, а таял.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδατώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ὕδατι, ὑδαρής, «νερουλός», οὖρον Ἱππ. Προγν. 40, πρβλ. 986C· ἀντίθετον τῷ αἱματώδης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 7, 3· ὑγρός, ἄνεμος ὑδ. ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 6, 20· νέφος ὑδατωδέστερον αὐτόθι 3. 6, 2, κτλ.· ὑδ. κρύσταλλος, ἐπὶ πάγου τηκομένου, Θουκ. 3. 23. ΙΙ. πλήρης ὕδατος, φύλλα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 2· σφαιρίον ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5. 2) ὑδρωπικός, Ἱππ. 1195Α, Γαλην.

Greek Monolingual

-ες / ὑδατώδης, -ῶδες, ΝΜΑ
1. όμοιος με νερό, υδαρής, νερουλός
2. αυτός που αποτελείται από νερό, υγρός
νεοελλ.
1. αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το υδατώδες
βοτ. επιφανειακή απεκκριτική δομή του φύλλου τών φυτών, η οποία απορροφά νερό από το εσωτερικό του φύλλου και το αποθέτει στην εξωτερική επιφάνειά του, φαινόμενο γνωστό ως σταγονόρροια
αρχ.
1. γεμάτος νερό («τὰ μὲν χλωρά, τὰ δὲ ὑδατώδη καὶ ὑγρά», Θεόφρ.)
2. ο υδρωπικός
3. αυτός που έχει το χρώμα του νερού
4. (για έδεσμα) άνοστος
5. φρ. «ὑδατώδης κρύσταλλος» — πάγος που λειώνει, πολύ γλιστερός (Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος. Ως επιστημ. όρος της Νέας Ελληνικής, η λ. αποτελεί αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. hydathode].

Léxico de magia

v. σχῆμα

Translations

Bulgarian: мокър, подгизнал; Dutch: waterig; Finnish: läpimärkä; French: aqueux; German: wässrig; Hindi: आबी; Italian: acquoso, acqueo, bagnato, inzuppato; Japanese: 水っぽい; Kurdish Central Kurdish: ئاوی‎; Northern Kurdish: avî; Latvian: ūdeņains; Low German German Low German: wäterig; Malay: berair; Manx: ushtagh; Maori: toriwai, waiwai, haruwai, tōwahiwahi, tōwāwahi; Mopan Maya: jaʼ; Persian: آبکی‎; Portuguese: aquoso; Romanian: apătos, apos; Russian: водянистый; Spanish: acuoso; Swedish: våt, vattnig, blöt, sur

German (Pape)

ες, wasserartig, -ähnlich, wie Wasser aussehend, Theophr.; wässerig, Thuc. 3.23. – wassersüchtig, Hippocr.