νεανίευμα: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεᾱνίευμα, ατος, τό,<br />a [[youthful]], i. e. a [[spirited]] or (in bad [[sense]]) a [[wanton]] act or [[word]], Plat., etc. [from νεᾱνῐεύομαι]
|mdlsjtxt=νεᾱνίευμα, ατος, τό,<br />a [[youthful]], i. e. a [[spirited]] or (in bad [[sense]]) a [[wanton]] act or [[word]], Plat., etc. [from νεᾱνῐεύομαι]
}}
{{pape
|ptext=[εᾱ], τό, <i>jugendliches [[Betragen]], eine mutwillige, [[leichtsinnige]], [[jugendlich]] übereilte Tat</i>, Plat. <i>Rep</i>. III.390a und Sp., wie Luc. <i>[[Hermot]]</i>. 33.
}}
}}

Revision as of 16:50, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεᾱνίευμα Medium diacritics: νεανίευμα Low diacritics: νεανίευμα Capitals: ΝΕΑΝΙΕΥΜΑ
Transliteration A: neaníeuma Transliteration B: neanieuma Transliteration C: neanievma Beta Code: neani/euma

English (LSJ)

ατος, τό, youthful, i.e. spirited or (in bad sense) wanton, act or word, Pl.R.390a, Luc. Herm.33, etc.; of an argument, bold attempt, Simp.in Ph.1169.9.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action ou propos de jeune homme, trait d'audace, d'imprudence.
Étymologie: νεανιεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

νεᾱνίευμα: ατος τό юношеская выходка, юношеский задор, мальчишество Plat., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

νεᾱνίευμα: τό, νεανική, δηλ. εὔτολμος ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) ἀπερίσκεπτος πρᾶξιςλόγος τοιοῦτος, Πλάτ. Πολ. 390Α, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 2, Λουκ., κλ.

Greek Monolingual

το (ΑΜ νεανίευμα) νεανιεύομαι
(με κακή σημ.) νεανικός τρόπος συμπεριφοράς, απερίσκεπτη πράξη.

Greek Monotonic

νεᾱνίευμα: -ατος, τό, νεανική, δηλ. τολμηρή ή (με αρνητική σημασία) απερίσκεπτη ενέργεια ή απερίσκεπτος λόγος, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

νεᾱνίευμα, ατος, τό,
a youthful, i. e. a spirited or (in bad sense) a wanton act or word, Plat., etc. [from νεᾱνῐεύομαι]

German (Pape)

[εᾱ], τό, jugendliches Betragen, eine mutwillige, leichtsinnige, jugendlich übereilte Tat, Plat. Rep. III.390a und Sp., wie Luc. Hermot. 33.