ἐλάττωμα: Difference between revisions

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=att. [[ἐλάσσωμα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0789.png Seite 789]] τό, att. [[ἐλάττωμα]], die [[Verringerung]], der [[Verlust]]; ποιεῖν Pol. 6, 16, 3; τὸ κατὰ τὴν ὄψιν ἐλ., Verlust des Auges, D. Hal. 5, 23; Niederlage, Pol. 1, 32, 2, öfter, u. Sp.
}}
}}

Revision as of 16:51, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλάττωμα Medium diacritics: ἐλάττωμα Low diacritics: ελάττωμα Capitals: ΕΛΑΤΤΩΜΑ
Transliteration A: eláttōma Transliteration B: elattōma Transliteration C: elattoma Beta Code: e)la/ttwma

English (LSJ)

ατος, τό,
A inferiority, disadvantage, D.18.237, Phld.Rh.2.29S.; ἐ. ποιεῖν Plb.6.16.3.
2 loss, defeat, IPE 12.32B15 (pl., Olbia, iii B.C.), Plb.1.32.2, Onos.32.8 (pl.), etc.
3 defect, κατὰ τὴν ὄψιν D.H.5.23; περὶ τὴν λέξιν Id.Th.35; τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα Chor.inRh.Mus.49.510; σωματικὰ ἐλαττώματα = physical defects Hierocl.p.49A., cf. Phld.Ir.p.52 W., al., Iamb.Protr.20 (v. ἐλάσσωμα).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
infériorité, désavantage.
Étymologie: ἐλασσόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάττωμα: τό, μειονέκτημα, Δημ. 306. 12. 2) ἀπώλεια, ἧττα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 15, Πολύβ. 1 32. 2. κτλ. 3) ἐλάττωμα, ὡς καὶ νῦν, κατὰ τὴν ὄψιν Διον. Ἁλ. 5. 23.

Greek Monolingual

το (AM ἐλάττωμα)
1. μειονέκτημα
2. μειονέκτημα, σωματική ατέλεια («σωματικό ελάττωμα», «ἐλάττωμα περὶ τὴν ὄψιν», «ἐλάττωμα περὶ τὴν λέξιν»)
3. μειονέκτημα, ψυχική ή ηθική κατωτερότητα («το ελάττωμα της κλεπτομανίας», «τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα»)
μσν.
(για περιουσιακά στοιχεία) κατάχρηση
αρχ.
απώλεια, ήττα.

Greek Monotonic

ἐλάττωμα: -ατος, τό (ἐλαττόω), μειονέκτημα, ελάττωμα, αδυναμία, σε Δημ.

Middle Liddell

ἐλάττωμα, ατος, τό, ἐλαττόω
a disadvantage, Dem.

German (Pape)

[Seite 789] τό, att. ἐλάττωμα, die Verringerung, der Verlust; ποιεῖν Pol. 6, 16, 3; τὸ κατὰ τὴν ὄψιν ἐλ., Verlust des Auges, D. Hal. 5, 23; Niederlage, Pol. 1, 32, 2, öfter, u. Sp.