μεναίχμης: Difference between revisions
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(CSV import) |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[καρτερικός]]). Ἀπό τό [[μένος]] + [[αἰχμή]]. | |mantxt=(=[[καρτερικός]]). Ἀπό τό [[μένος]] + [[αἰχμή]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>den [[Kampf]] [[bestehend]], im Kampfe [[ausharrend]]</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 24 November 2022
English (LSJ)
ου, Dor. μεν-αίχμᾱς, α, ὁ, staunch soldier, Anacr.70(dub.): as adjective, χειρὶ μεναίχμᾳ AP6.84 (Paul. Sil.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
à la lance ferme, inébranlable.
Étymologie: μένω, αἰχμή.
Russian (Dvoretsky)
μεναίχμης: дор. μεναίχμας, ου adj. с непоколебимым копьем, твердо держащий копье, т. е. стойкий в бою (χείρ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μεναίχμης: -ου, Δωρ. -αίχμας, α, ὁ, = μενεπτόλεμος, μενέχαρμος, ὁ ἐμμένων, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, Ἀνακρ. 74· - τὸ χειρὶ μεναίχμᾳ, ἐν Ἀνθ. Π. 6. 84, δυνατὸν νὰ ἀνήκῃ εἰς τὸ μεναίχμας ἢ νὰ εἶναι τὸ θηλ. τύπου μέναιχμος.
Greek Monolingual
μεναίχμης, δωρ. τ. μεναίχμας, ὁ (Α)
1. αυτός που αντέχει στη μάχη
2. φρ. (ως θηλ. επιθ.) «χειρὶ μεναίχμᾳ» — με δυνατό, ατρόμητο χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- του μένω + -αίχμης (< αιχμή), πρβλ. καρτεραίχμης, φυγαίχμης].
Greek Monotonic
μεναίχμης: -ου, Δωρ. -αίχμας, -α, ὁ (αἰχμή), αυτός που αντέχει το δόρυ, που είναι καρτερικός στη μάχη, σε Ανθ.
Middle Liddell
μεν-αίχμης, ου, αἰχμή
abiding the spear, staunch in battle, Anth.
Mantoulidis Etymological
(=καρτερικός). Ἀπό τό μένος + αἰχμή.
German (Pape)
den Kampf bestehend, im Kampfe ausharrend.