μελάγχρους: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
m (pape replacement) |
|||
Line 18: | Line 18: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μελάγχρους]], ουν [[χρόα]]<br />[[swarthy]], Plut., etc.; a heterocl. nom. pl. μελάγχροες, Hdt. | |mdlsjtxt=[[μελάγχρους]], ουν [[χρόα]]<br />[[swarthy]], Plut., etc.; a heterocl. nom. pl. μελάγχροες, Hdt. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=-χρουν, zusammengezogen aus [[μελάγχροος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:58, 24 November 2022
English (LSJ)
-ουν, contr. for μελάγχροος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. μελάγχροος.
Greek Monolingual
και μελανόχρους -ουν (ΑM μελάγχρους και μελανόχρους -ουν, Α και μελάγχροος, -οον και μελανόχροος και μελανίχροος, -οον και μελάγχρως, -ων και μελανόχρως, ὁ, ἡ, και μέλαγχρος, -ον)
μαυρειδερός, μελαχρινός, μελαψός, ηλιοκαμένος («μελάγχροές εἰσι καὶ οὐλότριχες», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. «μελάγχρους ιστός»
ανατ. ιστός του οποίου τα κύτταρα περιέχουν κοκκία μελανίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -χρους (< -χροος < χρώς, χροός και χρωτός «επιδερμίδα»), πρβλ. γυμνό-χρους, χαλκό-χρους. Ο τ. μελάγχρως < μέλας, -ανος + χρώς (πρβλ. ελεφαντό-χρως, λεπτό-χρως)].
Middle Liddell
μελάγχρους, ουν χρόα
swarthy, Plut., etc.; a heterocl. nom. pl. μελάγχροες, Hdt.
German (Pape)
-χρουν, zusammengezogen aus μελάγχροος.