συνευνέτης: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συνευνέτης -ου, ὁ, Att. ook ξυνευνέτης [σύν, εὐνή] bedgenoot.
|elnltext=συνευνέτης -ου, ὁ, Att. ook ξυνευνέτης [σύν, εὐνή] bedgenoot.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-ευνέτης, ου, ὁ,<br />a bed-[[fellow]], [[husband]], [[consort]], Eur.
|mdlsjtxt=συν-ευνέτης, ου, ὁ,<br />a bed-[[fellow]], [[husband]], [[consort]], Eur.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Bettgenosse]], [[Gatte]]</i>; [[ὅτῳ]] [[μάλιστα]] χρήσεται ξυνευνέτῃ, Eur. <i>Med</i>. 240; <i>Hel</i>. 1309, und [[öfter]].
}}
}}

Revision as of 17:02, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνευνέτης Medium diacritics: συνευνέτης Low diacritics: συνευνέτης Capitals: ΣΥΝΕΥΝΕΤΗΣ
Transliteration A: syneunétēs Transliteration B: syneunetēs Transliteration C: synevnetis Beta Code: suneune/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, bed-fellow, consort, E.Med.240, Hipp.416 (pl.), etc.; Dor. ξυνευνέτας Supp.Epigr.7.69 (near Antioch on Orontes, i A.D.): fem. συνευν-έτις, ιδος, ἡ, wife or concubine, E.Andr.908, APl.4.182.8 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui partage la couche d'un autre.
Étymologie: σύν, εὐνή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνευνέτης -ου, ὁ, Att. ook ξυνευνέτης [σύν, εὐνή] bedgenoot.

Russian (Dvoretsky)

συνευνέτης: ου ὁ Eur. = ὁ σύνευνος.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. συνευνέτις, -ιδος, Α
σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνευνος + επίθημα -έτης/ -έτις (πρβλ. παρευν-έτις)].

Greek Monotonic

συνευνέτης: -ου, ὁ, ἡ (εὐνή), αυτός που μοιράζεται το κρεβάτι του με κάποιον, σύζυγος, στον ίδ.· ερωτικός σύντροφος, σε Ευρ.· θηλ. συνευνέτις, -ιδος, σύζυγος ή ερωμένη, παλλακίδα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συνευνέτης: -ου, ὁ, σύνευνος, ὁμόλεκτρος, σύζυγος, σύμβιος, Εὐρ. Μήδ. 240, Ἱππ. 416, κτλ.· ― συνευνέτις, ιδος, ἡ, θηλ., ἡ σύζυγος, ἢ παλλακή, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 908.

Middle Liddell

συν-ευνέτης, ου, ὁ,
a bed-fellow, husband, consort, Eur.

German (Pape)

ὁ, Bettgenosse, Gatte; ὅτῳ μάλιστα χρήσεται ξυνευνέτῃ, Eur. Med. 240; Hel. 1309, und öfter.