πρέσβα: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρέσβᾰ:''' adj. f<br /><b class="num">1)</b> [[старшая]] ([[Εὐρυδίκη]], π. Κλυμένοιο θυγατρῶν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[почтенная]], [[высокая]], [[великая]] (Ἣρη, π. [[θεά]] Hom.).
|elrutext='''πρέσβᾰ:''' adj. f<br /><b class="num">1</b> [[старшая]] ([[Εὐρυδίκη]], π. Κλυμένοιο θυγατρῶν Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[почтенная]], [[высокая]], [[великая]] (Ἣρη, π. [[θεά]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 15:35, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρέσβᾰ Medium diacritics: πρέσβα Low diacritics: πρέσβα Capitals: ΠΡΕΣΒΑ
Transliteration A: présba Transliteration B: presba Transliteration C: presva Beta Code: pre/sba

English (LSJ)

(only nom.), ἡ, Ep. fem. of πρέσβυς, august, honoured (never aged); in Il. mostly of Hera, Ἥρη πρέσβα θεά 5.721, 8.383, al.; πρέσβα Διὸς θυγάτηρ Ἄτη 19.91; later, π. Δίκη Q.S.13.378; in Od., of a mortal, πρέσβα Κλυμένοιο θυγατρῶν 3.452.

German (Pape)

[Seite 698] ἡ, bes. altep. fem. zu πρέσβυς, die vornehme, ehrwürdige; Ἥρη, πρέσβα θεά, Il. 5, 721 u. öfter; auch Ἄτη, 19, 91; in der Od. auch von einer sterblichen Frau, πρέσβα Κλυμένοιο θυγατρῶν, 3, 452.

French (Bailly abrégé)

ης;
adj.
vénérable.
Étymologie: cf. πρέσβυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρέσβα [~ πρέσβυς] alleen nom. en vocat., als adj. f., eerbiedwaardig (meestal van een godin).

Russian (Dvoretsky)

πρέσβᾰ: adj. f
1 старшая (Εὐρυδίκη, π. Κλυμένοιο θυγατρῶν Hom.);
2 почтенная, высокая, великая (Ἣρη, π. θεά Hom.).

English (Autenrieth)

see πρέσβυς.

Greek Monolingual

και πρέσβεα και πρέσβεια, ἡ, Α
(ως επικ. τ. θηλ. του πρέσβυς)
1. σεβαστή, τιμημένη
2. ως κύριο όν. Πρέσβα
α) (στην Ιλιάδα) προσωνυμία της Ήρας
β) (στην Οδύσσεια) προσωνυμία θνητής
γ) προσωνυμία της Δίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικοί τ. θηλ. του πρέσβυς σχηματισμένοι πιθ. προς διευθέτηση μετρικών αναγκών].

Greek Monotonic

πρέσβᾰ: -ης, ἡ, Επικ. θηλ. του πρέσβυς, σεβαστή, τιμημένη, συνήθως λέγεται για την Ήρα, Ἥρη, πρέσβα θεά, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

πρέσβᾰ: -ης, -ἡ, ἀρχ. Ἐπικ. θηλ. τοῦ πρέσβυς (κατὰ τύπον ὅμοιον τῷ δῖα, πότνα), σεβαστή, ἔντιμος, τετιμημένη, (οὐδέποτε ἡ προβεβηκυῖα)· ἐν τῇ Ἰλ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς Ἥρας, Ἥρη πρέσβα θεὰ Ε. 721, Θ. 383, κτλ.· ὡσαύτως, πρέσβα Διὸς θυγάτηρ Ἄτη Τ. 91· ἐν τῇ Ὀδ., ἐπὶ θνητῆς, πρέσβα Κλυμένοιο θυγατρῶν Γ. 452· ― πρβλ. πρέσβειρα, πρεσβηίς. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρέσβα· ἔντιμος, πρεσβυτάτη, σεμνή».

Middle Liddell

πρέσβᾰ, ης,
epic fem. of πρέσβυς, the august, honoured, mostly of Hera, Ἥρη, πρέσβα θεά Il.