φυλακτικός: Difference between revisions

From LSJ

τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φῠλακτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сохраняющий]], [[оберегающий]] (τινος Xen., Plat., Arst.): φ. τῶν ἐγκλημάτων Arst. помнящий жалобы или упреки, т. е. злопамятный;<br /><b class="num">2)</b> [[остерегающийся]], [[осторожный]] Xen., Arst.: φ. περί τινα Plat. остерегающийся кого-л.
|elrutext='''φῠλακτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[сохраняющий]], [[оберегающий]] (τινος Xen., Plat., Arst.): φ. τῶν ἐγκλημάτων Arst. помнящий жалобы или упреки, т. е. злопамятный;<br /><b class="num">2</b> [[остерегающийся]], [[осторожный]] Xen., Arst.: φ. περί τινα Plat. остерегающийся кого-л.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:00, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠλᾰκτικός Medium diacritics: φυλακτικός Low diacritics: φυλακτικός Capitals: ΦΥΛΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phylaktikós Transliteration B: phylaktikos Transliteration C: fylaktikos Beta Code: fulaktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A preservative, opp. ληπτικός, προετικός, Arist.EN1120b15; ὑγιείας Id.Top.106b36, cf. Rh.1366a37; of persons, φ. τῶν ὄντων X.Mem.3.4.9; φ. ἐγκλημάτων cherishing the recollection of them, Arist.Rh.1381b4; τὸ φ. Phld.Oec.p.34J., Gal.10.638, Porph.Antr.16. Adv. -κῶς Arist.Top. 106b37. II (from Med.) cautious, opp. πιστευτικός, Id.Rh. 1372b28. Adv. -κῶς Plb.6.8.3, al.: Comp., -ώτερον χρῆσθαι ταῖς προνομαῖς Id.1.18.1, al.

German (Pape)

[Seite 1313] gut bewachend, beschützend, geschickt zum Bewachen, wachsam; μνήμη διάθεσις ψυχῆς φυλακτικὴ τῆς ἐν αὐτῇ ὑπαρχούσης ἀληθείας Plat. def. 414 a; τῶν ὄντων, das Vorhandene zu schützen geschickt, Xen. Mem. 3, 4,9. – Auch vom med., geschickt sich zu hüten, behutsam, vorsichtig; Xen. Mem. 3, 1,6; Plat. Ep. VII, 322 d; φυλακτικῶς ἕκαστα χειρίζειν Pol. 6, 8,3, vgl. 1, 18, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui a la vertu de conserver ou de préserver, gén.;
2 qui se tient sur ses gardes, circonspect : φυλακτικός τινος XÉN qui veille sur qqn ou qch.
Étymologie: φυλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

φῠλακτικός:
1 сохраняющий, оберегающий (τινος Xen., Plat., Arst.): φ. τῶν ἐγκλημάτων Arst. помнящий жалобы или упреки, т. е. злопамятный;
2 остерегающийся, осторожный Xen., Arst.: φ. περί τινα Plat. остерегающийся кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

φῠλακτικός: -ή, -όν, διαφυλάττων, τηρῶν τι, ἐναντίον τῷ ληπτικός καὶ ποριστικός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20· ὑγιείας, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1, 15, 10, πρβλ. Ρητορ. 1. 5, 3. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀγρύπνως φυλάττων τι, φυλακτικοὺς τῶν ὄντων Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 9· φυλακτικοὺς τῶν ἐγκλημάτων, διατηροῦντας τὴν ἀνάμνησιν αὐτῶν, Ἀριστ. Ρητ. 2, 4, 17. 2) (ἐκ τοῦ μέσ.), προφυλακτικός, προσεκτικός, αὐτόθι 1. 12, 19. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολύβ. 6, 8, 3, κ. ἀλλ. φυλακτικώτερον χρῆσθαι ταῖς προνομαῖς ὁ αὐτ. 1. 18, 1, κ. ἀλλ.

Spanish

protector

Greek Monolingual

-ή, -ό / φυλακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φυλαχτικός, -ή, -ό, Ν φυλάσσω
νεοελλ.
(ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυλακτικά
τα φύλακτρα, η αμοιβή για τη φύλαξη εμπορευμάτων
αρχ.
1. αυτός που διαφυλάσσει, που διατηρεί κάτι («φυλακτικὸς ὑγείας», Αριστοτ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που προσέχει, που περιφρουρεί κάτι
3. αυτός που παίρνει προφυλάξεις, προσεκτικός, επιφυλακτικός
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακτικόν
η προθυμία για προφύλαξη.
επίρρ...
φυλακτικῶς ΜΑ
με προφύλαξη, με προσοχή.

Greek Monotonic

φῠλακτικός: -ή, -όν,
I. προστατευτικός, με γεν., σε Αριστ.
II. 1. λέγεται για ανθρώπους, αυτός που φυλάσσει, προσεκτικός, σε Ξεν.· φυλακτικὸς ἐγκλημάτων, διατηρώντας την ανάμνησή τους, σε Αριστ.
2. (από Μέσ.), προφυλακτικός, στον ίδ.

Middle Liddell

φῠλακτικός, ή, όν
I. preservative, c. gen., Arist.
II. of persons, vigilant, observant, Xen.; φ. ἐγκλημάτων cherishing the recollection of them, Arist.
2. (from Mid.) cautious, Arist.

Léxico de magia

-όν protector de una rama de laurel como amuleto τοῦτο γὰρ μέγιστον σώματος φυλακτικόν pues éste es el mayor protector de tu cuerpo P I 272