ἄνδιχα: Difference between revisions
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄνδῐχᾰ:'''<br /><b class="num">I</b> adv.<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἄνδῐχᾰ:'''<br /><b class="num">I</b> adv.<br /><b class="num">1</b> [[надвое]], [[пополам]] (δάσασθαί τι Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[врозь]], [[порознь]]: ἄ. θυμὸν ἔχειν Hes. быть различными по духу.<br /><b class="num">II</b> praep. [[cum]] gen. отдельно от, вдали от ([[ἀλλήλων]], ἐρατῶν κώμων Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:55, 25 November 2022
English (LSJ)
Adv., (ἀνά, δίχα) A asunder, in twain, ἡ δ' [κεφαλὴ] ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη Il.16.412; ἄνδιχα πάντα δάσασθαι 18.511; opp. ἀμμίγδην, Nic.Th.912; far away, A.R.4.31. 2 as preposition, c. gen., apart from, A.R.1.908, 2.927; ἀλλήλων AP5.4 (Stat. Flacc.):—hence ἀνδιχάζω, to be divided in opinion, of judges, IG9(1).333 (Locr.).
Spanish (DGE)
(ἄνδῐχᾰ) 1 adv. en dos ἡ δ' (κεφαλή) ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη Il.16.412, ἄ. πάντα δάσασθαι Il.18.511
•separadamente ἄλλοτε δ' αὖτε κακῇσι διατμηθέντ' Ἐρίδεσσι πλάζεται ἄνδιχ' ἔκαστα otras veces (los miembros) separados por las malignas Erides, andan errantes, cada uno por su lado Emp.B 20.5, de dos bebidas, Nic.Th.912
•lejos A.R.4.31.
2 prep. de gen. aparte τοῖο ἄνακτος A.R.1.908, cf. AP 5.5 (Stat.Flacc.).
German (Pape)
[Seite 216] 1) auseinander, entzwei, ἡ κεφαλὴ ἄνδ. κεάσθη, Il. 16, 412; ἄνδιχα πάντα δάσασθαι, Alles in zwe; Theile theilen, 18, 511; ἄνδ. θυμὸν ἔχειν, Hes. O. 13, zwiespältigen Sinnes sein; abgesondert, Flacc. 3, (V, 5). – 2) als praepos. c. gen., ohne, Ap. Rh. 2, 927; Ant. Sid. 73 (VII, 27) u. sonst sp. D.
French (Bailly abrégé)
adv.
en deux parties.
Étymologie: ἀνά, δίχα.
Russian (Dvoretsky)
ἄνδῐχᾰ:
I adv.
1 надвое, пополам (δάσασθαί τι Hom.);
2 врозь, порознь: ἄ. θυμὸν ἔχειν Hes. быть различными по духу.
II praep. cum gen. отдельно от, вдали от (ἀλλήλων, ἐρατῶν κώμων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄνδῐχα: ἐπίρρ. (ἀνὰ-δίχα) εἰς δύο (κομμάτια), ἡ δϳ [κεφαλὴ] ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη, ἐσχίσθη εἰς δύο κομμάτια, Ἰλ. Π. 412· ἄνδιχα πάντα δάσασθαι, διελεῖν εἰς δύο, Σ. 511· ἀντιτίθεται τῷ ἀμμίγδην, Νικ. Θ. 912· πρβλ. διάνδιχα: - ὡσαύτως, χωριστά, ἄνδιχα ἀλλήλων Ἀνθ. Π. 5. 5. 2) ὡς πρόθ. μετ. γεν., ὡς τὸ ἀμφίς, χωρίς, ἄνδιχα δ’ αὖ χύτλων νηοσσόῳ Ἀπόλλωνι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 927.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἄνδιχα (Α)
1. επίρρ. σε δύο κομμάτια, δύο μέρη, χωριστά
2. πρόθ. δίχως, χωρίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + δίχα.
Greek Monotonic
ἄνδῐχα: επίρρ. (ἀνά, δίχα), στα δύο, σε δύο κομμάτια, σε Ομήρ. Ιλ.