ἐκτελής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐκτελής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[совершенный]], [[законченный]] (ἀγαθά Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[зрелый]], [[взрослый]] ([[νεανίας]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[созревший]], [[спелый]] (Δημήτερος [[ἀκτή]] Hes.).
|elrutext='''ἐκτελής:'''<br /><b class="num">1</b> [[совершенный]], [[законченный]] (ἀγαθά Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[зрелый]], [[взрослый]] ([[νεανίας]] Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[созревший]], [[спелый]] (Δημήτερος [[ἀκτή]] Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:05, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτελής Medium diacritics: ἐκτελής Low diacritics: εκτελής Capitals: ΕΚΤΕΛΗΣ
Transliteration A: ektelḗs Transliteration B: ektelēs Transliteration C: ektelis Beta Code: e)ktelh/s

English (LSJ)

ές, (τέλος) brought to an end, perfect, ἀγάθ' ἐκτελῆ γενέσθαι A.Pers.218; of corn, ripe, Hes.Op.466; also of persons, ἤδη πεφυκότ' ἐκτελῆ νεανίαν E.Ion780, cf. A.Ag.105 (lyr., s. v.l.). Adv. -λῶς in full, completely, BGU1116.9 (i B. C.).

Spanish (DGE)

-ές
I perfecto, completo, llegado a su desarrollo de la espiga εὔχεσθαι ... ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερόν ἀκτήν Hes.Op.466
de pers. cumplido, hecho y derecho ἄνδρες A.A.105, πεφυκότ' ἐκτελῆ νεανίαν E.Io 780
de abstr. cumplido αἰτοῦ (a los dioses) ... τὰ δ' ἀγάθ' ἐκτελῆ γενέσθαι σοί A.Pers.218.
II adv. -ῶς completamente, por completo de un pago ὃν (φόρον) διορθώσεται ... ἐ. dud. en BGU 1116.10 (I a.C.).

German (Pape)

[Seite 780] ές, vollendet; ἀγαθά, ἄνδρες, Aesch. Pers. 214 Ag. 105; νεανίας, vollständig ausgewachsen, Eur. Ion 780; reif, Δημήτερος ἀκτή Hes. O. 464.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
achevé, accompli, parfait.
Étymologie: ἐκ, τέλος.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτελής:
1 совершенный, законченный (ἀγαθά Aesch.);
2 зрелый, взрослый (νεανίας Eur.);
3 созревший, спелый (Δημήτερος ἀκτή Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτελής: -ές, (τέλος) ἐντελής, τέλειος, ἀγαθὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 218· ἐπὶ σιτηρῶν, ὥριμος, ἀκτὴ Δημήτερος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 464· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, ἤδη πεφυκότ’ ἐκτελῆ νεανίαν Εὐρ. Ἴων 780· πρβλ. τὴν λέξιν ἐντελὴς ΙΙ.

Greek Monolingual

ἐκτελής, -ές (Α)
1. τέλειος, τελειωμένος («τὰ δ' ἀγάθ' ἐκτελῆ γενέσθαι», Αισχ.)
2. α) (για σιτηρά) ώριμος
(«εὔχεσθαι δὲ ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν», Ησίοδ.)
β) (για πρόσ.) «ἤδη πεφυκότ' ἐκτελῆ νεανίαν» — που είναι πλέον ώριμος νέος, Ευριπ.).

Greek Monotonic

ἐκτελής: -ές (τέλος), αυτός που έχει ολοκληρωθεί, ο τέλειος, σε Αισχύλ.· λέγεται για σιτάρι, ώριμος, μεστός, σε Ησίοδ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἐκ-τελής, ές τέλος
brought to an end, perfect, Aesch.; of corn, ripe, Hes.; of persons, Eur.

English (Woodhouse)

complete, fulfilled, full-grown, full grown, fullgrown

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)