ἡδυεπής: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡδῠεπής:''' дор. ἁδυεπής 2<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἡδῠεπής:''' дор. ἁδυεπής 2<br /><b class="num">1</b> [[сладкоречивый]] ([[Νέστωρ]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[сладостный]], [[сладкозвучный]] ([[φάτις]] [[Διός]] Soph.; [[λύρα]], [[ὕμνος]] Pind.; [[Ἀπόλλων]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:40, 25 November 2022
English (LSJ)
Dor. ἁδυεπής, ές, sweet-speaking, Il.1.248; Ὅμηρος Pi.N.7.21, cf. AP9.525.8, etc.; sweet-sounding, λύρα Pi.O.10(11).93; ὕμνος Id.N.1.4: voc., ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι S.OT151: poet.fem. pl., ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες Hes.Th.965, 1021:sg., ἡδυέπεια σῦριγξ Nonn.D.10.390.
German (Pape)
[Seite 1153] ές, süß, angenehm redend; Νέστωρ Il. 1, 248; ἁδυεπὴς λύρα Pind. Ol. 11, 97; ὑμνος N. 1, 4; Ὅμηρος 7, 21; Apollo, Anth. (IX, 525).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
au doux parler, au doux langage.
Étymologie: ἡδύς, ἔπος.
Russian (Dvoretsky)
ἡδῠεπής: дор. ἁδυεπής 2
1 сладкоречивый (Νέστωρ Hom.);
2 сладостный, сладкозвучный (φάτις Διός Soph.; λύρα, ὕμνος Pind.; Ἀπόλλων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυεπής: Δωρ. ἁδυ-, ές, ἡδέως ὁμιλῶν, Ἰλ. Α. 248, Πίνδ. Ν. 7. 31, Ἀνθ. Π. 9. 525, κτλ.· ἡδέως ἠχῶν, λύρα Πινδ. Ο. 10 (11). 114· ὕμνος ὁ αὐτ. Ν. 1. 4· κλητ. ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι Σοφ. Ο. Τ. 151·- ποιητ. θηλ. πληθ., ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες Ἡσ. Θ. 965, 1020.
English (Autenrieth)
(ϝέπος): sweet-speaking, Il. 1.248†.
Greek Monotonic
ἡδυεπής: (ἔπος), Δωρ. ἁδυ-, -ές, αυτός που μιλάει γλυκά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· αυτός που ακούγεται, ηχεί γλυκά, σε Πίνδ.· ποιητ. θηλ. ἡδυέπεια, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
ἔπος
sweet-speaking, Il., etc.: sweet-sounding, Pind.:—poet. fem. ἡδυέπεια, Hes.