θηγαλέος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+)([;]| :| ;)" to "$1 $2, $3$4")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thigaleos
|Transliteration C=thigaleos
|Beta Code=qhgale/os
|Beta Code=qhgale/os
|Definition=α, ον, (θήγω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pointed]], [[sharp]], στάλικες <span class="title">AP</span>6.109 (Antip.); [[τρύφος]] ib.7.542 (Flacc.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Act., [[sharpening]], c. gen. rei, ib.6.68 (Jul. Aegypt.):—also θηγάνεος, Hsch.</span>
|Definition=α, ον, ([[θήγω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pointed]], [[sharp]], στάλικες <span class="title">AP</span>6.109 (Antip.); [[τρύφος]] ib.7.542 (Flacc.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Act., [[sharpening]], c. gen. rei, ib.6.68 (Jul. Aegypt.):—also θηγάνεος, Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:06, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηγᾰλέος Medium diacritics: θηγαλέος Low diacritics: θηγαλέος Capitals: ΘΗΓΑΛΕΟΣ
Transliteration A: thēgaléos Transliteration B: thēgaleos Transliteration C: thigaleos Beta Code: qhgale/os

English (LSJ)

α, ον, (θήγω) A pointed, sharp, στάλικες AP6.109 (Antip.); τρύφος ib.7.542 (Flacc.). II Act., sharpening, c. gen. rei, ib.6.68 (Jul. Aegypt.):—also θηγάνεος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1206] geschärft, scharf, πυρὶ θηγαλέους ὀξυπαγεῖς στάλικας Antip. Sid. 17 (VI, 109); schärfend, λίθος θηγαλέη καλάμων Iul. Aeg. 11 (VI, 68).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 aiguisé, tranchant;
2 qui aiguise.
Étymologie: θήγω.

Russian (Dvoretsky)

θηγᾰλέος:
1 заостренный, острый (στάλιξ Anth.);
2 делающий острым, заостряющий (λίθος θηγαλέη καλάμων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θηγᾰλέος: -α, -ον, (θήγω) ὀξύς, κοπτερός, Ἀνθ. Π. 6. 109., 7. 542. ΙΙ. ἐνεργ., ὀξύνων, ἀκονῶν, μετὰ γεν. πράγμ., αὐτόθι 6. 68· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἀναφέρει θηγάνεος.

Greek Monolingual

θηγαλέος, -α, -ον (Α)
1. οξύς, κοφτερός
2. αυτός που ακονίζει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θήγω (πρβλ. φεύγω-φευγαλέος). Αν πρόκειται για αρχαίο τ., αποτελεί μαρτυρία για εναλλαγή τών παρεκτάσεων -αλ-αν- στο θ. θηγ- (πρβλ. λ.χ. θηγ-αν-η)].

Greek Monotonic

θηγᾰλέος: -α, -ον (θήγω),
I. ακονισμένος, κοφτερός, σε Ανθ. Π.
II. Ενεργ., αυτός που ακονίζει, που κάνει κάτι αιχμηρό, με γεν., στον ίδ.

Middle Liddell

θηγᾰλέος, η, ον θήγω
I. pointed, sharp, Anth.
II. act. sharpening, c. gen., Anth.