Πέρσης: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />Persès :<br /><b>1</b> père d'Hécatè;<br /><b>2</b> fils de Persée, ancêtre des rois de Perse;<br /><b>3</b> frère d'Hésiode.<br />'''Étymologie:'''.<br /><span class="bld">2</span>ου;<br /><i>adj. m.</i><br />perse, persan ; οἱ Πέρσαι, les Perses, les habitants de la Perse.<br /><i><b>Étym.</b> pers.</i> Pârsa. | |btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />Persès :<br /><b>1</b> père d'Hécatè;<br /><b>2</b> [[fils de Persée]], [[ancêtre des rois de Perse]];<br /><b>3</b> frère d'Hésiode.<br />'''Étymologie:'''.<br /><span class="bld">2</span>ου;<br /><i>adj. m.</i><br />perse, persan ; οἱ Πέρσαι, les Perses, les habitants de la Perse.<br /><i><b>Étym.</b> pers.</i> Pârsa. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:07, 28 November 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, heterocl. acc. Πέρσεα v.l. in Hdt.8.108, 109; voc. Πέρσᾰ (but Πέρση when it is the pr. n. of a person, Hdn.Gr.2.690):— Persian, Hdt.1.4, etc. (The Greeks derived the name of the people from Perseus, Id.7.61.) b Πέρσαι, οἱ, the city of Persepolis, Beros. 16 (leg. <καὶ> π.), Arr.An.3.18.10; cf. Περσέπολις. II freq. as pr.n., Perses, Hes.Op.10,27, Hdt.7.61, etc.; name of a Titan, Hes. Th.409. III the name of a throw on the dice, Hsch.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
Persès :
1 père d'Hécatè;
2 fils de Persée, ancêtre des rois de Perse;
3 frère d'Hésiode.
Étymologie:.
2ου;
adj. m.
perse, persan ; οἱ Πέρσαι, les Perses, les habitants de la Perse.
Étym. pers. Pârsa.
Russian (Dvoretsky)
Πέρσης: ου ὁ Перс
1 сын титана Крия и Эврибии, муж Астерии, отец Гекаты Hes.;
2 сын Персея и Андромеды, миф. родоначальник персов Her.;
3 брат Гесиода Hes.
ου, ион. εω ὁ перс Her., Thuc., Xen., Trag.
Greek (Liddell-Scott)
Πέρσης: -ου, ὁ, ἑτερόκλ. αἰτ. Πέρσεα, Ἡρόδ. 8. 108, 109· κλητ. Πέρσᾰ (ἀλλὰ Πέρση ὅταν εἶναι κύριον ὄνομα ἀνθρώπου, Χοιροβοσκ. 1. 146)· κάτοικος τῆς Περσίδος, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. (οἱ Ἕλληνες παρῆγον τὸ ὄνομα ἐκ τοῦ Περσέως, Ἡρόδ. 7. 61.) ΙΙ. κύρ. ὄνομ. ὁ Πέρσης, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. ΙΙΙ. «κυβευτικοῦ βόλου ὄνομα» Ἡσύχ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 358.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΜΑ, θηλ. Περσίδα / Περσίς, ΝΜΑ
ο κάτοικος της Περσίας ή αυτός που κατάγεται από την Περσία
αρχ.
(ως προσηγορ.) (κατά τον Ησύχ.) «κυβευτικοῦ βόλου ὄνομα».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για δάνειο από το αρχ. περσ. Pārsa. Κατά μία άποψη, η φωνητική διαδικασία σχηματισμού της λ. ακολουθεί το σχήμα: αρχ. περσ. Pārsa > Πηρσ- > Περσ-, ενώ κατ' άλλη άποψη, πιο πιθανή: αρχ. Pārsa > Πᾱρσ- > Πᾰρσ- (με βράχυνση του μακρού -ᾱ- πριν από ηχηρό σύμφωνο) > Περσ-, πιθ. κατ' επίδραση του ανθρωπωνυμίου Περσεύς].
(II)
ὁ, Α
1. ο αδελφός του Ησιόδου
2. όνομα τιτάνα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. Περσεύς.
Greek Monotonic
Πέρσης: -ου, ὁ, ετερόκλ. αιτ. Πέρσεα· κλητ. Πέρσα· Πέρσης, ο κάτοικος της Περσίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
Πέρσης, ου,
a Persian, inhabitant of Persis, Hdt., etc.