καταβόσκω: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=faire paître sur, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> | |btext=faire paître sur, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καταβόσκο]]μαι (<i>f.</i> καταβοσκηθήσομαι, <i>ao.</i> καταβοσκησάμην) paître ; <i>fig.</i> dévorer, dévaster.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βόσκω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 19:51, 28 November 2022
English (LSJ)
feed flocks upon or in a place, ἀγρόν LXX Ex.22.5(4); Χὠ τὰν Σαμίαν καταβόσκων the shepherd of Samos, Theoc.15.126, cf. PSI4.346.5 (iii B.C.):—Med., with aor. 1 Med. and Pass., fut. Pass., of the flock, feed upon, Longus 2.16; καταβοσκηθήσονται βοτάνην Gp. 2.39.2; devour, consume, of disease or pestilence, Call.Dian.125; δέμας καταβόσκεται ἄτη Nic.Th.244; ἡσυχίη δὲ πόλιν κ. reigns throughout…, Tryph.503.
German (Pape)
[Seite 1340] (s. βόσκω), abweiden, vom Hirten, abhüten, ὁ τὰν Σαμίαν καταβόσκων Theocr. 15, 127. – Med. von den Heerden, abweiden, abfressen, κῆπον αἲξ ἐμὴ κατεβοσκήσατο Long. 2, 16; übh. verzehren, aufreiben, κτήνεα λοιμὸς καταβόσκεται Callim. Dian. 125; Nic. Th. 125 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
faire paître sur, acc.;
Moy. καταβόσκομαι (f. καταβοσκηθήσομαι, ao. καταβοσκησάμην) paître ; fig. dévorer, dévaster.
Étymologie: κατά, βόσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-βόσκω laten begrazen.
Russian (Dvoretsky)
καταβόσκω: пасти: ὁ τὰν Σαμίαν καταβόσκων Theocr. самосский пастух или житель Самоса.
Greek (Liddell-Scott)
καταβόσκω: μέλλ. -βοσκήσω, βόσκω ποίμνια ἔν τινι τόπῳ, Λατ. depascere, χὠ τὰν Σαμίαν καταβόσκων, περιληπτ. οἱ ποιμένες τῆς Σάμου, Θεόκρ. 15. 126. ― Μέσ., μετὰ μέσ. ἀορ. α΄ καὶ παθ. ἐπὶ βοσκομένου ποιμνίου, βόσκομαι, τρέφομαι, Λατ. depasci, Λόγγος 2. 16, Γεωπ. 2. 39, 2· καταβιβρώσκω, καταναλίσκω, φθείρω, ἐπὶ λοιμοῦ, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 125· δέμας καταβόσκεται ἄτη Νικ. Θηρ. 244· ἡσυχίη δὲ πόλιν καταβόσκει, καθ’ ἅπασαν τὴν πόλιν βασιλεύει ἡσυχία, Τρυφ. 503. ― Κατὰ τὸν Ἡσύχ.: «καταβόσκονται· τρέφονται. νέμονται. δαπανῶσιν».
Greek Monolingual
καταβόσκω (AM)
(για κοπάδι) τρέφομαι από το χόρτο που φύεται στο έδαφος («κῆπον αἴξ ἐμή κατεβοσκήσατο», Λόγγ.)
αρχ.
1. (για βοσκό) βόσκω ποίμνια σε κάποιο τόπο («ἐὰν δὲ καταβοσκήσῃ τις ἀγρὸν ἤ ἀμπελῶνα... ἀποτίσει ἐκ τοῦ ἀγροῦ αὐτοῦ κατὰ τὸ γέννημα αὐτοῦ», ΠΔ)
2. κυβερνώ, βασιλεύω («ἡ ἡσυχία δὲ πόλιν καταβόσκει»)
3. μέσ. καταβόσκομαι
κατατρώγω, καταστρέφω («δέμας καταβόσκεται ἄτη»).
Greek Monotonic
καταβόσκω: μέλ. -βοσκήσω, βόσκω κοπάδια σ' ένα μέρος, Λατ. depascere, χὠ τὰν Σαμίαν καταβόσκων, οι ποιμένες, βοσκοί της Σάμου, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
fut. -βοσκήσω
to feed flocks upon or in a place, Lat. depascere, χὠ τὰν Σαμίαν καταβόσκων the shepherd of Samos, Theocr.