νέηλυς: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=-υδος (=νεοφερμένος). Ἀπό τό [[νέος]] + [[ἤλυθον]] τοῦ [[ἔρχομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[νέος]]. | |mantxt=-υδος (=[[νεοφερμένος]]). Ἀπό τό [[νέος]] + [[ἤλυθον]] τοῦ [[ἔρχομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[νέος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 November 2022
English (LSJ)
ῠδος, ὁ, ἡ, (ἤλυθον) newcomer, Il.10.434, Hdt.1.118, Pl.Lg.879d.
German (Pape)
[Seite 236] υδος, neu, eben erst angekommen; Il. 10, 434. 558; Her. 1, 118; εἴτε πάλαι ἐνοικοῦντος, εἴτε νεήλυδος ἀφιγμένου, Plat. Legg. IX, 979 d; Sp., wie Luc. V. H. 1, 33.
French (Bailly abrégé)
υδος (ὁ, ἡ)
nouveau venu.
Étymologie: νέος, v. ἐλεύσομαι.
Russian (Dvoretsky)
νέηλυς: υδος adj. ἤλυθον недавно пришедший Hom., Her., Plat., Luc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
νέηλῠς: -ῠδος, ὁ, ἡ, (ἔρχομαι, ἤλυθον) ὁ νεωστὶ ἐλθών, «νεοφερμένος», Ἰλ. Κ. 434, Ἡρόδ. 1. 118, Πλάτ. Νόμ. 979D.
English (Autenrieth)
(ἤλυθον): newly come, Il. 10.434 and 558.
Greek Monolingual
ο, η (Α νέηλυς, -ήλυδος)
αυτός που ήλθε πρόσφατα ή για πρώτη φορά σε έναν τόπο, νεοφερμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ηλυς (< θ. ελυθ μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας ελευθ- του ἐλεύθω «έρχομαι»), πρβλ. έπ-ηλυς, μέτ-ηλυς. Το -η- του τ. (αντί -ελυς) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
νέηλῠς: -ῠδος, ὁ, ἡ (ἤλυθον, αόρ. βʹ του ἔρχομαι), αυτός που έχει έλθει πρόσφατα, νεοφερμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
Frisk Etymological English
Meaning: newly arrived
See also: s. ἐλεύσομαι.
Middle Liddell
νέ-ηλῠς, ῠδος, ὁ, ἡ, ἤλυθον, aor2 of ἔρχομαι
newly come, a new-comer, Il., Hdt.
Frisk Etymology German
νέηλυς: {néēlus}
Meaning: neuangekommen
See also: s. ἐλεύσομαι.
Page 2,297
Mantoulidis Etymological
-υδος (=νεοφερμένος). Ἀπό τό νέος + ἤλυθον τοῦ ἔρχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη νέος.