ἑτεροιόω: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1, $3$4") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=-ῶ (=ἀλλοιώνω, ἀλλάζω). Ἀπό τό [[ἑτεροῖος]] (=[[διαφορετικός]]), πού προέρχεται ἀπό τό [[ἕτερος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἑτεροιότης]], [[ἑτεροίωσις]] (=[[μεταβολή]]), [[ἑτεροιωτικός]]. | |mantxt=-ῶ (=[[ἀλλοιώνω]], [[ἀλλάζω]]). Ἀπό τό [[ἑτεροῖος]] (=[[διαφορετικός]]), πού προέρχεται ἀπό τό [[ἕτερος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἑτεροιότης]], [[ἑτεροίωσις]] (=[[μεταβολή]]), [[ἑτεροιωτικός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 November 2022
English (LSJ)
A make of different kind, alter, Hp.Acut.37, Plu.2.559c; ἐς τοιήνδε ἕξιν τὸν ἄνθρωπον Aret.SD2.1:—Pass., Hdt.2.142, 7.225, Hp.VM14, Fract.15, Ph.2.93; τὸ-ούμενον τῆς πτώσεως A.D.Synt.96.4. II Pass., to be differentiated, Dam.Pr.220.
German (Pape)
[Seite 1048] anders machen, verwandeln, verändern, im pass. sich ändern, Her. 2, 142. 7, 225; Hippocr. u. Sp.; – περὶ ἑτεροιουμένων schrieb Nic., Anton. Lib. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre différent, changer ; Pass. être changé ou altéré.
Étymologie: ἑτεροῖος.
Russian (Dvoretsky)
ἑτεροιόω: делать иным, изменять (τὰ πάντα Plut.); pass. меняться Arst.: ἐνθεῦτεν ἑτεροιοῦτο τὸ νεῖκος Her. тогда сражение приняло другой оборот.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροιόω: ἀλλοιόω, μεταβάλλω, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Πλούτ. 2. 559C· εἴς τι Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2. 1: - Παθ., μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, Ἡρόδ. 2. 142, 7. 225, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, π. Ἀγμ. 762.
Greek Monotonic
ἑτεροιόω: μέλ. -ώσω, αλλοιώνω, μεταβάλλω — Παθ., μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι, μετατρέπομαι, μεταλλάσσομαι, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἑτεροιόω, fut. -ώσω [from ἑτεροῖος
to make of different kind:—Pass. to be changed or altered, to alter, Hdt.
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=ἀλλοιώνω, ἀλλάζω). Ἀπό τό ἑτεροῖος (=διαφορετικός), πού προέρχεται ἀπό τό ἕτερος.
Παράγωγα: ἑτεροιότης, ἑτεροίωσις (=μεταβολή), ἑτεροιωτικός.