ἱερομνήμων: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1, $3$4") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=ἱερογραμματέας, ἀρχειοφύλακας). Ἀπό τό [[ἱερός]] + [[μνήμων]] τοῦ [[μιμνήσκω]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[μιμνήσκω]] καί στή λέξη [[ἱερός]]. | |mantxt=(=[[ἱερογραμματέας]], [[ἀρχειοφύλακας]]). Ἀπό τό [[ἱερός]] + [[μνήμων]] τοῦ [[μιμνήσκω]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[μιμνήσκω]] καί στή λέξη [[ἱερός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 November 2022
English (LSJ)
Dor., Arc. ἱερομνάμων [ᾱ], ονος, ὁ,
A mindful of sacred things, ὅρκων Alciphr.2.4.
II as substantive,
1 hieromnemon, representative sent by each Amphictyonic state to the Delphic Council, D.18.148, Jusj. ap. eund.24.150, IG22.1126.10, 1299.80, etc.; also at the Amphictyony of Calauria, ib.4.842 (ii B.C.).
2 magistrate who had charge of temples or magistrate who had charge of religious matters, ib.4.823 (Troezen, iv B.C.), 5(2).3.22,26 (Tegea), 14.423.3 (Tauromenium), Decr.Byz. ap. D.18.90, etc.
b at Rome,= pontifex, D.H.8.55,10.57, Str.5.3.2.
3 generally, recorder, registrar, Arist.Pol.1321b38.
German (Pape)
[Seite 1241] ονος, ὁ, eigtl. der Opfer od. heiligen Dinge eingedenk, wie Alciphr. 2, 4 vrbdí εὐσεβεῖ καὶ ὅρκων ἱερομνήμονι; in Athen u. in den übrigen zum Amphiktyonenbunde gehörigen griechischen Staaten die dem eigentlichen Gesandten bei der Bundesversammlung (πυλαγόρας) zugegebenen Schreiber, die die vorbereitende u. ausführende Behörde bildeten, οἱ εἰς πυλαίαν ἐκπεμπόμενοι γραμματεῖς, VLL.; vgl. Dem. 18, 148. 24, 150 u. Aesch. 3. S. Hermann's Gr. Staatsalterth. §. 14. – In Byzanz die höchste obrigkeitliche Person, weil sie auch den Gottesdienst besorgte, Dem. 18, 90; vgl. Pol. 4, 52, 4. – Bei den Römern pontifex, D. Hal. 8, 55. – Eine andere Behörde, Arist. pol. 7, 8.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
hiéromnémon :
1 gardien des archives sacrées;
2 secrétaire attaché à chaque délégation d’État au conseil des Amphictions;
3 magistrat chargé de faire respecter la loi dans un sanctuaire, d’infliger les amendes, etc.
Étymologie: ἱερός, μνήμη.
Russian (Dvoretsky)
ἱερομνήμων: ονος ὁ иеромнемон
1 в Афинах - секретарь-архивист от государства, состоящего членом амфиктионии, при πυλαγόραι Dem.;
2 в Византии - высшее должностное лицо, ведавшее вопросами культа Dem., Polyb.;
3 секретарь, писец Arst.;
4 жрец (οἱ τοῦ Ποσειδῶνος ἱερεῖς, οὓς ἱερομνήμονας καλοῦμεν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱερομνήμων: Δωρ. -μνάμων, ονος, ὁ, ὁ φυλάττων ἐν τῇ μνήμῃ αὐτοῦ πᾶν ὅ,τι ἱερόν, εὐσεβεῖ σοι κέχρηται ἐραστῇ καὶ ὅρκων ἱερομνήμονι Ἀλκίφρων 2. 4. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) ὁ ἱερογραμματεὺς ὁ πεμπόμενος εἰς τὸ Ἀμφικτυονικὸν συνέδριον ἐξ ἑκάστης πόλεως τῶν μετεχουσῶν τοῦ συνεδρίου, ἐπέμπετο δὲ μετὰ τοῦ πυλαγόρου (τοῦ πράγματι ἀντιπροσώπου ἢ πρεσβευτοῦ), Δημ. 276. 22 κἑξ.· συχνάκις μνημονεύεται ἡ λέξις ἐν Ἀμφικτυονικοῖς Ψηφίσμασι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1688.10 κἑξ., 1689,-89b, 1711: ― καθόλου, γραμματεύς, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 7. 2) ἄρχων τις ἔχων τὴν φροντίδα τῶν θρησκευτικῶν ὑποθέσεων, ὑπουργὸς τῆς θρησκείας, οὕτως εἰπεῖν, ὡς ἐν Βυζαντίῳ, Ψήφ. Βυζ. παρὰ Δημ. 255. 20, πρβλ. Πολύβ. 4. 52, 4· ― ἐν Ρώμῃ, ὁ Ποντίφηξ, Διον, Ἁλ. 8. 55., 10. 57.
Greek Monotonic
ἱερομνήμων: Δωρ. -μνάμων, -ονος, ὁ, ιερός απεσταλμένος, γραμματέας, ο οποίος αποστελλόταν στο Αμφικτυονικό συνέδριο από κάθε πόλη-κράτος της αμφικτυονίας, σε Δημ.· γενικά, γραμματέας, γραφιάς, σε Αριστ.
Middle Liddell
the sacred Secretary or Recorder sent by each Amphictyonic state to their Council, Dem.:—generally, a recorder, notary, Arist.
Mantoulidis Etymological
(=ἱερογραμματέας, ἀρχειοφύλακας). Ἀπό τό ἱερός + μνήμων τοῦ μιμνήσκω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα μιμνήσκω καί στή λέξη ἱερός.