ἀρραγής: Difference between revisions
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[ἄθραυστος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[ρήγνυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=(=[[ἄθραυστος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[ρήγνυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές ([[ῥήγνυμι]]), <i>nicht zu [[zerreißen]], [[unzerbrechlich]]</i>, Theophr.; Plut. [[σίδηρος]] Dem. 21; [[ὄμμα]], ein <i>nicht in [[Tränen]] [[ausbrechend]]</i>es Auge, Soph. frg. 847. – Kompar. ἀρραγέστερος, [[weniger]] [[gebrechlich]], [[sicherer]], Alciphr. 2.4. | |||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====unbroken=== | |trtx====unbroken=== | ||
Bulgarian: цял; Catalan: sencer; French: [[entier]]; Greek: [[αθρυμμάτιστος]]; Ancient Greek: [[ἄθραυστος]], [[ἀρραγής]], [[ἄρρηκτος]], [[ἄκλαστος]], [[ἄθρυπτος]]; Italian: [[intero]]; Latin: [[irruptus]]; Sanskrit: अक्षत | Bulgarian: цял; Catalan: sencer; French: [[entier]]; Greek: [[αθρυμμάτιστος]]; Ancient Greek: [[ἄθραυστος]], [[ἀρραγής]], [[ἄρρηκτος]], [[ἄκλαστος]], [[ἄθρυπτος]]; Italian: [[intero]]; Latin: [[irruptus]]; Sanskrit: अक्षत | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 November 2022
English (LSJ)
ές, (ῥήγνυμι) A unbroken, ὀστέον Hp.VC12; βάσεις, ἁρμοί, IG7.3073.103,117 (Lebad.); τάξις Ael.Tact.13.3; φάλαγξ Arr.Tact. 12.4; σίδηρος Plu.Demetr.21; τὸ ἀρραγές = unbroken surface, Arist.Pr.899b20. 2 that cannot be rent or that cannot be broken, ξύλα Thphr.HP5.5.6; τείχεα D.P.1006: metaph., πόνος παιδείας Ph.1.471 (Sup.); νοῦς Max. Tyr. 41.2; ὁμολογία Anatolian Studies p.39 (Sardes, v A. D.), cf. PLond. 1731.34. II ἀρραγὲς ὄμμα an eye not bursting into tears, S.Fr.736.
Spanish (DGE)
(ἀρρᾰγής) -ές
I 1no roto de concr. y abstr. ὀστέα Hp.VC 12, βάσεις IG 7.3073.103, ἁρμοί IG 7.3073.117 (Lebadea II a.C.), τάξις Ael.Tact.13.3, φάλαγξ Arr.Tact.12.4, σίδηρος Plu.Demetr.21, κόρυθες AP 9.323 (Antip.Sid.), ἕρκεα Nonn.D.22.174, κνημῖδες Nonn.D.30.29, cf. Hsch.
•subst. τὸ ἀρραγές = superficie no rota Arist.Pr.899b20
•fig. ἀρραγὲς ὄμμα ojo que no ha comenzado a llorar S.Fr.736.
2 irrompible de concr. ξύλα Thphr.HP 5.5.6, τείχεα D.P.1006
•de abstr. inquebrantable παιδείας πόνος Ph.1.471, νοῦς Max.Tyr.41.2, ὁμολογία Sardis 18.50 (V d.C.), Stud.Pal.20.227.5 (VI/VII d.C.) διάλυσις SB 7033.73 (V d.C.).
II adv. ἀρραγῶς = sin rotura S.Fr.1024a.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non brisé.
Étymologie: ἀ, ῥήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρᾰγής: неломкий, небьющийся (σίδηρος Plut.): τὸ ἀρραγές Arst. прочность.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι), ὁ μὴ ῥαγείς, ὁ μὴ θλασθείς, ὀστέον Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 903· σίδηρος Πλούτ. Δημήτρ. 21: τὸ ἀρραγές, ἡ μὴ ῥαγεῖσα ἐπιφάνεια Ἀριστ. Προβλ. 11. 7. 2) ἄρρηκτος, ὁ μὴ ῥηγνύμενος, τὰ δὲ ἀγάλματα γλύφουσιν ἐκ κέδρων... καὶ ἐκ τῶν ἐλαΐνων ριζῶν· ἀρραγεῖς γὰρ αὗται, διότι δὲν ῥαγίζονται, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 3, 7· τεῖχος Διον. Π. 1006. ΙΙ. ἀρραγὲς ὄμμα, ὅπερ δὲν «ξεσπᾷ εἰς δάκρυα», «οὐ δακρῦον· ᾧ τρόπῳ φαμὲν κατερράγη μου δάκρυον» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 847.)
Greek Monolingual
-ές (AM ἀρραγής [-οῦς], -ές)
1. ο ακλόνητος, ο σταθερός
2. ο πολύ στερεός
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ρωγμές
2. (για το μάτι) αυτό που δεν ξεσπάει σε δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -ρραγής < ερράγην, β' παθ. αόρ. του ρ. ρήγνυμι].
Mantoulidis Etymological
(=ἄθραυστος). Ἀπό τό α στερητ. + ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
German (Pape)
ές (ῥήγνυμι), nicht zu zerreißen, unzerbrechlich, Theophr.; Plut. σίδηρος Dem. 21; ὄμμα, ein nicht in Tränen ausbrechendes Auge, Soph. frg. 847. – Kompar. ἀρραγέστερος, weniger gebrechlich, sicherer, Alciphr. 2.4.