τρικέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)({{pape.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τρικέφαλος -ον [τρι -, κεφαλή] driehoofdig, met drie koppen.
|elnltext=τρικέφαλος -ον [τρι -, κεφαλή] [[driehoofdig]], [[met drie koppen]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:42, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐκέφᾰλος Medium diacritics: τρικέφαλος Low diacritics: τρικέφαλος Capitals: ΤΡΙΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: triképhalos Transliteration B: trikephalos Transliteration C: trikefalos Beta Code: trike/falos

English (LSJ)

ον, three-headed, γῦπες Luc.VH1.11, etc.:—ὁ T. a statue of Hermes at Athens, Is.Fr.59, Philoch.69, cf. Ar.Fr.553. [Penult. in Poets sometimes long, as Hes.Th.287.]

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois têtes.
Étymologie: τρεῖς, κεφαλή.

German (Pape)

dreiköpfig, Luc. Hermot. 74, V.H. 1.11 und andere Spätere
[Die attischen Dichter brauchten die Penultima zuweilen lang, als wäre τρικέφαλλος geschrieben, B.A. 49; s. Dind. Ar. Eq. 418.]

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρικέφαλος -ον [τρι -, κεφαλή] driehoofdig, met drie koppen.

Russian (Dvoretsky)

τρῐκέφᾰλος: (Arph. ᾱ) трехглавый Arph., Luc.

Spanish

que tiene tres cabezas

Greek Monolingual

-η, -ο / τρικέφαλος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τρία κεφάλια
νεοελλ.
φρ. «τρικέφαλος μυς»
(ανατ.-φυσιολ.) ονομασία δύο μυών του ανθρώπινου σώματος, του τρικέφαλου βραχιονίου και του τρικέφαλου κνημιαίου, οφειλόμενη στην τριπλή έκφυσή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. πεντακέφαλος.

Greek Monotonic

τρῐκέφᾰλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει τρία κεφάλια, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς κεφαλάς, «Ἑρμῆς τρικέφαλος· Ἀριστοφάνης ἐν Τριφάλητι τοῦτο ἔφη, παίζων κωμικῶς παρόσον τετρακέφαλος ἐν τῇ τριόδῳ τῇ ἐν Κεραμεικῷ ἵδρυτο» Ἡσύχ. ἐν λ. Ἑρμῆς τρικέφαλος (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 468), Φιλόχ. 69, Λουκ. περὶ Ἀληθοῦς Ἱστ. 1. 11, κλπ. [Ἡ παραλήγουσα παρὰ ποιηταῖς ἐνίοτε μακρά, ὡς εἰ ἦν τρικέφαλλος, Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 417· πρβλ. κυνοκέφαλος, τετρακέφαλος.]

Middle Liddell

τρῐ-κέφᾰλος, ον, κεφαλή
three-headed, Luc.

English (Woodhouse)

with three heads

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-ον que tiene tres cabezas de una estatuilla modelada λαβὼν κηρὸν Τυρρηνικὸν πλάσον ἀνδριάντα παλαιστῶν γʹ, ἤτω δὲ τ. toma cera tirrénica y modela una estatua de tres palmos, que tenga tres cabezas P IV 3133

Translations

Czech: trojhlavý, tříhlavý; Danish: trehovedet; Dutch: driekoppig; Finnish: kolmipäinen; German: dreiköpfig; Hungarian: háromfejű; Icelandic: þríhöfða, þríhöfðaður; Latin: triceps; Polish: trójgłowy, trzygłowy; Russian: трёхголовый; Serbo-Croatian:; Cyrillic: тро̀глав; Roman: tròglav; Spanish: tricéfalo; Swedish: trehövdad