γέλασμα: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[γέλασμα]] -ατος, τό [[γελάω]] het lachen.
|elnltext=[[γέλασμα]] -ατος, τό [[γελάω]] [[het lachen]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:46, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γέλᾰσμα Medium diacritics: γέλασμα Low diacritics: γέλασμα Capitals: ΓΕΛΑΣΜΑ
Transliteration A: gélasma Transliteration B: gelasma Transliteration C: gelasma Beta Code: ge/lasma

English (LSJ)

ατος, τό, A smile, κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα A.Pr.90. II cause of laughter, γῆρας πολυχρόνιον γ. Secund. Sent.12.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 fig. sonrisa κυμάτων ἀνήριθμον γ. A.Pr.90, τὸ τῆς θαλάττης γ. Poll.6.200.
2 motivo de risa γῆρας ... πολυχρόνιον γ. Secund.Sent.18, cf. plu., Aq.Hb.1.10.

German (Pape)

[Seite 479] τό, das Lachen, übertr., κυμάτων Geplätscher der Wellen, Aesch. Pr. 90; Poll. 6, 200.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
rire ; fig. pli, ride (sur la surface de l'eau).
Étymologie: γελάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γέλασμα -ατος, τό γελάω het lachen.

Russian (Dvoretsky)

γέλασμα: ατος τό досл. смех, перен. плеск или рябь (κυμάτων Aesch.).

Middle Liddell

γελάω
a laugh, κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα "the many-twinkling smile of Ocean, " Aesch.

Greek Monolingual

το (AM γέλασμα) γελώ
1. το γέλιο
2. εκείνο το οποίο προκαλεί γέλια στους άλλους, ο περίγελως
3. ο εμπαιγμός, η κοροϊδία
νεοελλ.
το ξεγέλασμα, η απάτη
αρχ.
ο φλοίσβος των κυμάτων («ποντίων κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα», Αισχ.).

Greek Monotonic

γέλασμα: -ατος, τό (γελάω), γέλιο· κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα, «το ακτινοβόλο χαμόγελο του Ωκεανού», σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

γέλασμα: τό, γέλως, κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα, τὸ τοῦ Keble «manytwinkling smile of Ocean» (πρβλ. ridentibus undis, Lucret.), Αἰσχύλ. Πρ. 90, ἔνθα ἴδε Blomf.· πρβλ. ἐπιγελάω, γέλως Ι. 2.

English (Woodhouse)

laugh

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)