παραφορά: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft

Menander, Monostichoi, 200
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παραφορά -ᾶς, ἡ [παράφορος] waanzin.
|elnltext=παραφορά -ᾶς, ἡ [παράφορος] [[waanzin]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:49, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφορά Medium diacritics: παραφορά Low diacritics: παραφορά Capitals: ΠΑΡΑΦΟΡΑ
Transliteration A: paraphorá Transliteration B: paraphora Transliteration C: parafora Beta Code: parafora/

English (LSJ)

Ion. παραφο-ρή, Dor. παρφορά, ἡ, A going aside, παραφορὰς ποιεῖσθαι to make itself by-streams, of a river, Agatharch.23. 2 movemnt to and fro, Sor.1.73: pl., Id.2.14. 3 waving of a sword, Onos.26.1. II mostly of the mind, derangement, distraclion, A. Eu.330(lyr.); τῆς αἰσθήσιος Aret.CD1.5; π. ἐν μέθῃ Id.SD1.6; frenzy, π. καὶ ἔκστασις Iamb.Myst.3.7; π. τῆς διανοίας Plu.2.249b; ποδῶν π. irregular gait, Adam.2.21. III Act., bringing up, furnishing, purveying, ζυγάστρων SIG247 ii 21 (Delph., iv B.C.), cf. PLond.3.974 ii 5 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 506] ἡ, διανοίας, Geistesverrückung, Wahnsinn; Aesch. Eum. 326; Plut. u. sp. Medic.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
dérangement d'esprit, folie.
Étymologie: παραφέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραφορά -ᾶς, ἡ [παράφορος] waanzin.

Russian (Dvoretsky)

παραφορά:
1 расстройство (διανοίας Plut.);
2 помешательство Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

παραφορά: ἡ, τὸ παραφέρεσθαι, παραφορὰς ποιοῦμαι, σχηματίζω ῥυάκια, ἐπὶ ποταμοῦ, Ἀγαθαρχίδης ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. 447. 22. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν φρενῶν, διατάραξις φρενῶν, παραφροσύνη, Αἰσχύλ. Εὐμ. 330· π. ἐν μέθῃ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6· παραφ. διανοίας Πλούτ. 2. 249Β· φρενῶν Ρήτορες (Walz) 1. 473.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, ιων. τ. παραφορή, ἡ, δωρ. τ. παρφορά, Α παραφέρω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραφέρομαι, το να παραφέρεται κανείς, έξαψη, διέγερση από βίαιο πάθος ή συναίσθημα, παρεκτροπή από σφοδρό θυμό (α. «βρέθηκε σε παραφορά θυμού» β. «πρηΰνεσθαι τὴν παραφοράν», Ιάμβλ.)
αρχ.
1. (για τον νου) ταραχή, διατάραξη
2. παραφροσύνη, φρενίτιδα
3. παράπλευρη κίνηση, παράλληλη πορεία
4. φρ. «παραφορὰς ποιοῦμαι»
(για ποταμό) σχηματίζω βραχίονες
5. παλινδρομική κίνηση, κίνηση πίσω-μπρος
6. (για ξίφος) ταλαντευόμενη, αναποφάσιστη κίνηση
7. ανώμαλο, ακανόνιστο, άτακτο, ασταθές βάδισμα
8. προμήθεια, παροχή.

Greek Monotonic

παραφορά: ἡ (παραφέρομαι), παράσυρση, παραφέρσιμο· λέγεται για το μυαλό, διαταραχή, παραφροσύνη, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

παραφορά, ἡ, [παραφέρομαι]
a going aside: of the mind, derangement, Aesch.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό παραφέρομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φέρω.