πλαγίαυλος: Difference between revisions
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πλαγίαυλος -ου, ὁ [πλάγιος, αὐλός] dwarsfluit. | |elnltext=πλαγίαυλος -ου, ὁ [πλάγιος, αὐλός] [[dwarsfluit]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:49, 29 November 2022
English (LSJ)
ὁ, cross-flute, opp. flûte-à-bec, Theoc. 20.29, Bion Fr.7, etc.; cf. πλάγιος.
German (Pape)
[Seite 623] ὁ, die Querflöte, Erfindung des Pan; Theocr. 20, 29; Bion 3, 7; Philodem. 22 (XI, 34); Ael. H. A. 6, 19; vgl. Arist. H. A. 2, 12 u. Ath. IV, 175 e; sonst πλάγιος αὐλός. – Als adj. die Querflöte spielend (?).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
flûte traversière.
Étymologie: πλάγιος, αὐλός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλαγίαυλος -ου, ὁ [πλάγιος, αὐλός] dwarsfluit.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰγίαυλος: ὁ поперечная свирель, флейта Theocr., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰγίαυλος: ὁ, πλάγιος αὐλός, ὁ παιζόμενος πλαγίως ὡς τὸ νῦν «φλάουτον», κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ὄρθιον τὸν μετὰ γλωττίδος ὡς τὸ νῦν «κλαρινέτον», Θεόκρ. 20. 29, Βίων 3. 7, κτλ.· ἀλλαχοῦ πλάγιος αὐλός.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
μουσ. λόγια ονομασία του φλάουτου, ξύλινου πνευστού οργάνου σε σχήμα αυλού, το οποίο έχει την προστομίδα πλαγίως στο επάνω άκρο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + αὐλός.
Greek Monotonic
πλᾰγίαυλος: ὁ, πλάγιος αυλός αντίθ. προς το κλαρίνο, σε Θεόκρ., Βίωνα.
Middle Liddell
πλᾰγί-αυλος, ὁ,
the cross-flute, as opp. to the flute-a-bec, Theocr., Bion.
Mantoulidis Etymological
(=ὁ πλάγιος αὐλός, φλάουτο). Ἀπό τό πλάγιος + αὐλός, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πλάγιος.