κακοτυχής: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [, $4$5") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κακοτυχής -ές [κακός, τύχη] [[ongelukkig]], [[onfortuinlijk]]. | |elnltext=κακοτυχής -ές [[[κακός]], [[τύχη]]] [[ongelukkig]], [[onfortuinlijk]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:57, 29 November 2022
English (LSJ)
ές, unfortunate, used by E. in lyr., Med. 1274, Hipp. 669 ; Sup., ib. 679 ; τὸ κ., = κακοτυχία (misfortune), Id. HF 133 ; κ. καὶ ἄθλιον γένος Sch. rec. A. Pers. 1013, cf. Cat.Cod.Astr. 8(4).142.
German (Pape)
[Seite 1304] ές, unglücklich; ἰὼ κακοτυχὲς γύναι Eur. Med. 1274; πότμοι γυναικῶν Hipp. 669; τὸ κ., das Unglück, Herc. f. 133.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
malheureux.
Étymologie: κακός, τύχη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοτυχής -ές [κακός, τύχη] ongelukkig, onfortuinlijk.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοτῠχής: несчастливый, злополучный (πότμοι Eur.); несчастный (γυνή Eur.): τὸ κακοτυχές Eur. злой рок, несчастье.
Greek Monolingual
-ές (Α κακοτυχής, -ές)
αυτός που έχει κακή τύχη, κακότυχος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κακοτυχές
η κακοτυχία («τὸ δὲ δὴ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τυχής (< τύχη), πρβλ. σκληρο-τυχής].
Greek Monotonic
κᾰκοτῠχής: -ές (τύχη), κακότυχος, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κακοτῠχής: -ές, «κακότυχος», ἀντίθετον τῷ εὐτυχής, Εὐρ. Μήδ. 1274, Ἱππ. 669, Ἱκέτ., αὐτόθι 679· τὸ κακοτυχὲς = τῷ ἑπομ., ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 133.
Middle Liddell
κᾰκο-τῠχής, ές τύχη
unfortunate, Eur.