παλίνσκιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παλίνσκιος -ον [πάλιν, σκιά] schaduwrijk subst. τὸ παλίνσκιον donkere plaats.
|elnltext=παλίνσκιος -ον &#91;[[πάλιν]], [[σκιά]]] schaduwrijk subst. τὸ παλίνσκιον donkere plaats.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:59, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίνσκῐος Medium diacritics: παλίνσκιος Low diacritics: παλίνσκιος Capitals: ΠΑΛΙΝΣΚΙΟΣ
Transliteration A: palínskios Transliteration B: palinskios Transliteration C: palinskios Beta Code: pali/nskios

English (LSJ)

ον, shaded over again, thick-shaded, ἐν -σκίῳ Archil.34, Plu.Num.10, cf. Is.Fr.112; π. ἐλαῖαι Arist.HA556a24; ὗλαι Luc.Am. 12; dark, χειμών S.Fr.289:—also πᾰλίσκῐος, ον, ἄντρον h.Merc.6, h.Hom.18.6; ἐν -σκίοις Thphr.HP1.8.1, cf. Od.40; εἰς τὸ π. Max.Tyr. 5.1.

German (Pape)

[Seite 450] = παλίσκιος; χειμών, Soph. frg. 272; Archil. 19 u. sonst als v.l.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 couvert d'une ombre épaisse;
2 qui est tout à fait à l'ombre.
Étymologie: πάλιν, σκιά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίνσκιος -ον [πάλιν, σκιά] schaduwrijk subst. τὸ παλίνσκιον donkere plaats.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίνσκιος:
1 покрывающий сплошной или вечной тенью, тенистый (ἐλαῖαι οὐ παλίνσκιοι Arst.; λαγών Plut.);
2 темный, мрачный (χειμών Soph.).

Greek Monolingual

παλίνσκιος ή παλίσκιος, -ον (Α)
1. αυτός που σκιάζεται εκ νέου ή αυτός που έχει πυκνή σκιά («ἐλαῖαι οὐ... γίγνονται παλίνσκιοι», Αριστοτ.)
2. σκοτεινός, ζοφερός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλίνσκιον
τόπος που σκιάζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + σκιά.

Greek Monotonic

πᾰλίνσκιος: ή παλί-σκιος, -ον, αυτός που σκιάζεται ξανά από παντού, που έχει πυκνή φυλλωσιά, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίνσκιος: -ον, ὁ ὑποσκιαζόμενος ὑπ’ ἄλλου, σύσκιος, σκοτεινός, ζοφώδης, Ἀρχίλ. 30, Σοφ. Ἀποσπ. 272, Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρποκρ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30, 2, κτ.· παλίσκιος ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 6, Ὕμν. Ὁμ. 17. 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 1, κ. ἀλλ.· εἰς τὸ π. Μάξιμ. Τύρ. 5. 1.

Middle Liddell

πᾰλίν-σκιος, ορ παλί-σκιος, ον,
shaded over again, thick-shaded, Hhymn., etc.