παννύχιος: Difference between revisions

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παννύχιος -ον, f. ook -ίη [πᾶς, νύξ] de hele nacht door; pred. constr.. παννύχιος... κακὰ μήδετο... Ζεύς de hele nacht door beraamde Zeus onheil Il. 7.478.
|elnltext=παννύχιος -ον, f. ook -ίη [[[πᾶς]], [[νύξ]]] de hele nacht door; pred. constr.. παννύχιος... κακὰ μήδετο... Ζεύς de hele nacht door beraamde Zeus onheil Il. 7.478.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:59, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παννῠχιος Medium diacritics: παννύχιος Low diacritics: παννύχιος Capitals: ΠΑΝΝΥΧΙΟΣ
Transliteration A: pannýchios Transliteration B: pannychios Transliteration C: pannychios Beta Code: pannu/xios

English (LSJ)

ον, all night long, agreeing with the subjects of Verbs, εὗδον παννύχιοι Il.2.2; π. γάρ μοι… ψυχὴ ἐφεστήκει 23.105; π. δ' ἄρ' ἔλεκτο σὺν αἰδοίῃ παρακοίτι Hes.Sc.46; π. δ' ἄρα τοί γε [οἱ ἄνεμοι]… φλόγ' ἔβαλλον Il.23.217; π. μέν ῥ' ἥ γε [ἡ νηῦς] καὶ ἠῶ πεῖρε κέλευθον Od.2.434; π. χοροί S.Ant.153 (lyr.), E.Ba.862 (lyr.); τὸ ἐλλύχνιον… καίεται παννύχιον Hdt.2.62: neut. παννύχιον as adverb, Porph.Chr.55: regul. Adv. -ίως EM650.48.

German (Pape)

[Seite 460] auch 2 Endgn, die ganze Nacht hindurch dauernd, Etwas thuend; παννυχίη γάρ μοι Πατροκλῆος ψυχὴ ἐφεστήκει, Il. 23, 105; εὗδον παννύχιοι, 2, 2. 7, 478; ἄνεμοι, die ganze Nacht durch wehende Winde, 23, 217; παννύχιος δ' ἄρ' ἔλεκτο σὺν αἰδοίῃ παρακοίτι, Hes. Sc. 46; χοροί, Soph. Ant. 153, v.l. παννύχοις; Eur. Bacch. 860 Heracl. 782; – παννύχιον, adverbial, εὕδειν, Il. 2, 24 (vgl. πάννυχος). – Adv., E. M 650, 48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dure toute la nuit ; εὗδον παννύχιοι IL ils dormirent toute la nuit ; neutre adv. • παννύχιον IL pendant toute la nuit.
Étymologie: πᾶν, νύξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παννύχιος -ον, f. ook -ίη [πᾶς, νύξ] de hele nacht door; pred. constr.. παννύχιος... κακὰ μήδετο... Ζεύς de hele nacht door beraamde Zeus onheil Il. 7.478.

Russian (Dvoretsky)

παννύχιος: (ῠ) длящийся всю ночь (χοροὶ παννύχιοι Soph.): εὗδον παννύχιοι Hom. они спали всю ночь; τὸ ἐλλύχνιον καίεται παννύχιον Her. светильник горит всю ночь.

English (Autenrieth)

and πάννυχος: all night long, the night through.

Greek Monolingual

-ίη, -ον, Α θηλ. και -ος, ΜΑ
αυτός που διαρκεί όλη τη νύχτα ή που γίνεται καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας («ἔπεστι αὐτὸ τὸ ἐλλύχνιον, καὶ τοῦτο καίεται παννύχιον», Ηρόδ.)
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) παννύχιον
καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας («οὐ χρὴ Παννύχιον, εὕδειν βουληφόρον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
παννυχίως Α
καθ' όλη τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + νύχιος «νυκτερινός», πρβλ. εν-νύχιος (βλ. και λ. νύχτα)].

Greek Monotonic

παννύχιος: [ῠ], -η, -ον και -ος, -ον, αυτός που διαρκεί όλη τη νύχτα, εὖδον παννύχιοι, σε Ομήρ. Ιλ.· παννύχιοι χοροί, σε Σοφ.· τὸ ἐλλύχνιον καίεται παννύχιον, σε Ηρόδ.· ουδ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

παννύχιος: [ῠ], -η, -ον, Ἀττ. ὡσαύτως ος, ον, δι’ ὅλης τῆς νυκτός, ὁλονύκτιος, καὶ συμφωνεῖ μετὰ τοῦ ὑποκειμένου τοῦ ῥήματος (πρβλ. πανημέριος), εὖδον παννύχιοι Ἰλ. Β. 2· παννυχίη γάρ μοι.. ψυχὴ ἐφεστήκει Ψ. 105· παννύχιος δ’ ἄρ’ ἔλεκτο σὺν αἰδοίῃ παρακοίτι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 46· παννύχιοι δ’ ἄρα τοίγε [οἱ ἄνεμοι].. φλόγ’ ἔβαλλον Ἰλ. Ψ. 217 παννυχίη.. ψυχὴ ἐφεστήκει αὐτόθι 105· παννυχίη μὲν ρ’ ἥγε [ἡ ναῦς] καὶ ἠῶ πεῖρε κέλευθον Ὀδ. Β. 434· π. χοροὶ Σοφ. Ἀντ. 153, Εὐρ. Βάκχ. 862· τὸ ἐλλύχνιον.. καίεται παννύχιον Ἡρόδ. 2. 62. ΙΙ. οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Β. 24· ὁμαλ. ἐπίρρ. -ίως, Ἐτυμολ. Μέγ. 650. 48 - Πρβλ. πάννυχος.

Middle Liddell

παν-νῠ́χιος, η, ον
I. all night long, εὗδον παννύχιοι Il.; π. χοροί Soph.; τὸ ἐλλύχνιον καίεται παννύχιον Hdt.:—neut. as adv., Il. παν-νῡχίς, ίδος, ἡ, (νύξ) a night-festival, vigil, Hdt., Eur., etc.
II. a night-watch, vigil, Soph.